Ακούμε συχνά σε συζητήσεις να γίνεται αναφορά στον λεξιλογικό πλούτο της ελληνικής γλώσσας και να εκφράζεται ένας ακραίος θαυμασμός για την «πιο πλούσια γλώσσα του κόσμου». Ποτέ όμως κανείς δεν μάς είπε σε ποια στοιχεία στηρίζει αυτές τις απόψεις, από πού αντλεί την ακλόνητη πεποίθηση ότι ο αριθμός των λέξεων της γλώσσας μας είναι τόσο δυσθεώρητος. Όσοι επιχειρούν να δώσουν μιαν απάντηση, συνήθως αναπαράγουν μύθους και ανυπόστατες θεωρίες που απλά απηχούν ιδεολογικές πεποιθήσεις ή εμμονές – όχι πάντα τόσο αθώες ή αφελείς.
Ας δούμε όμως με μετρήσιμα στοιχεία και ποσοτικά δεδομένα τι ακριβώς συμβαίνει. Ο καθηγητής γλωσσολογίας του πανεπιστημίου Αθηνών, ομότιμος πλέον και ακαδημαϊκός, Χριστόφορος Χαραλαμπάκης, μάς προσφέρει μια πολύ ξεκάθαρη εικόνα. Επισημαίνει ότι το λεξικό της αρχαίας ελληνικής των Liddell – Scott αριθμεί περίπου 120.000 λέξεις, ενώ το πολύ πρόσφατο λεξικό του καθηγητή F. Adrados έχει πάνω από 300.000. Το Μέγα Λεξικόν του Δ. Δημητράκου λημματογραφεί για τη νέα ελληνική γλώσσα 200.000 λέξεις, του Γ. Μπαμπινιώτη κάπου 50.000 και το Χρηστικό Λεξικό της Ακαδημίας Αθηνών 75.000. Ο μέσος όρος των υπολοίπων λεξικών ανέρχεται σε 50.000 λήμματα περίπου. Οι αριθμοί αυτοί ωστόσο απέχουν πάρα πολύ από τα 6.000.000 που κάποιοι γράφουν. Και φυσικά από τα 71.000.000 που λόγω παρανόησης κάποιοι έφεραν στο προσκήνιο.
Πώς προέκυψε όμως η παραπάνω στρέβλωση και γιατί εξακολουθεί να διαδίδεται μια τέτοια κραυγαλέα παρανόηση; Συνήθως τέτοιες απόψεις παράγονται και προωθούνται από ανθρώπους που δεν έχουν καμία επιστημονική σχέση με τη γλώσσα. Έχουν όμως ένα ατράνταχτα εθνοκεντρικό ιδεολογικό υπόβαθρο. Τρέφουν έναν παθιασμένο και βαθύ θαυμασμό για τη γλώσσα που θολώνει την ορθή κρίση. Στέκονται εκστατικοί απέναντι στην ελληνική γλώσσα, παραλύουν κάτω από το βάρος και την αίγλη των σπουδαίων κειμένων ή από το εκτόπισμα των μεγάλων λογοτεχνών, αλλά ξεχνούν ότι η επιστήμη της γλώσσας είναι όπως όλες οι άλλες επιστήμες. Απαιτεί εξειδικευμένες γνώσεις, νηφάλια προσέγγιση και αυστηρές μεθοδολογικές αρχές. Και, δυστυχώς, αυτοί οι άνθρωποι πολλές φορές προέρχονται ακόμη και από το χώρο της επιστήμης και μάλιστα της γλωσσολογίας. Καταλήγουν, επομένως, σε παραεπιστημονικές διαπιστώσεις -αρκετά γοητευτικές, ηδονικά προκλητικές και εθνικά φιλάρεσκες- που χάρη στις διαδικτυακές πλέον πλατφόρμες αναπαράγονται σταθερά και μαζικά. Με άλλα λόγια, μιλούν ΓΙΑ τη γλώσσα επειδή μιλούν ΤΗ γλώσσα. Με την ίδια λογική θα μπορούσαμε όλοι να έχουμε άποψη για θέματα καρδιολογικά επειδή απλά έχουμε καρδιά.
Κάπως έτσι προέκυψαν και τα υπέρογκα αριθμητικά δεδομένα που ανέφερα παραπάνω. Ειδικά το τελευταίο νούμερο των 71.000.000 προήλθε από μια παρανόηση. Το Πανεπιστήμιο του Irvine το 1972 ξεκίνησε ένα φιλόδοξο πρόγραμμα να αποθησαυρίσει σε ψηφιακή μορφή όλα τα κείμενα της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Κάποια στιγμή είχαν συγκεντρωθεί 71.000.000 λέξεις που όμως δεν αποτελούσαν λήμματα, αλλά «τρέχουσες λέξεις». Για παράδειγμα ο σύνδεσμος «και» δεν λογαριαζόταν ως μία λέξη/λήμμα, αλλά κάθε φορά που απαντούσε σε κείμενο, το πρόγραμμα τον προσμετρούσε ξανά και ξανά.
Άρα δεν μπορούμε να μετρήσουμε τις λέξεις που έχει η γλώσσα μας; Δεν μπορούμε να έχουμε μια ρεαλιστική εικόνα των ποσοτικών στοιχείων της γλώσσας μας; Η αλήθεια είναι ότι καμία προσπάθεια δεν θα αποδώσει έναν ακριβή αριθμό. Κι αυτό γιατί πρώτα απ’ όλα θα πρέπει να πάρουμε μια «φέτα» από το γλωσσικό μας παρόν κι εδώ θα πρέπει να συμπεριλάβουμε όλες τις λέξεις που συναντάμε όχι μόνο στην πρότυπη γλωσσική ποικιλία αλλά σε όλες τις γλωσσικές ποικιλίες (αυτό που κάποιοι λένε διαλέκτους και ιδιώματα), τους νεολογισμούς και τις νεόκοπες λέξεις, τις βραχύβιες φράσεις της αργκό, τη γλώσσα των παιδιών και των νηπίων, το λεξιλόγιο των μεταναστών, των τράπερ και των συλλογικοτήτων και γενικά οτιδήποτε προφέρουν οι ομιλητές μας. Καταλαβαίνουμε ότι μέχρι να γίνει αυτό η γλωσσική πραγματικότητα είναι πολύ πιθανό να έχει αλλάξει. Πάντως οι εκτιμήσεις για την νέα ελληνική γλώσσα κυμαίνονται από 350.000 μέχρι 700.000 λέξεις στην πιο αισιόδοξη εκδοχή.
Ανοίγοντας βέβαια ένα λεξικό το μόνο σίγουρο είναι ότι θα βρεθούμε απέναντι σε λέξεις που δεν τις γνωρίζουμε. Το ενεργητικό λεξιλόγιο ενός ομιλητή υπολογίζεται σε 12.000-15.000 λέξεις με τις 3.500 περίπου από αυτές να προέρχονται από ξενόγλωσσο υπόβαθρο, ενώ παθητικά μπορούμε, κατά προσέγγιση, να καταλάβουμε γύρω στις 50.000 λέξεις εντός του πλαισίου τους. Οι εκστατικές, λοιπόν, διακηρύξεις για αμύθητο λεξιλογικό πλούτο αλλά και οι μεμψιμοιρίες και τα κλαψουρίσματα για φτωχούς γλωσσικά νέους δύσκολα μπορούν να αποτυπώσουν ρεαλιστικά την πραγματικότητα. Το πάθος μας για τη γλώσσα μπορεί και πρέπει να ταυτιστεί με την ουσιαστική σπουδή της.
Φιλόλογος, ΜΑ στην διδασκαλία της γλώσσας