Βυζάντιο και Χριστιανισμός: Η ιδεολογική σχέση

ΒΑΓΓΕΛΗΣ  ΚΥΡΙΑΚΗΣ, Δρ. Ιστορίας*

Η Θρησκεία, από τα προϊστορικά χρόνια αποτελούσε για όλους τους λαούς  ένα βασικό παράγοντα για τη δημιουργία ενός συνεκτικού συνόλου , προκειμένου να συμβιώσουν εν ειρήνη στο εσωτερικό, να οργανωθούν πολιτικοκοινωνικά και να θωρακιστούν από εξωτερικούς κινδύνους.  Αυτόν τον ρόλο διαδραμάτισε, εκτός των άλλων εποχών και λαών,  και στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, αλλά και για την εδραίωση του Ανατολικού Ρωμαϊκού κράτους, δηλ. της  Βυζαντινής Αυτοκρατορίας(4ος αι.). Εδώ τίθεται ένα ερώτημα, το οποίο απαιτεί συγκεκριμενοποίηση:

Ποιες συνθήκες κατέστησαν αναγκαίο αυτόν τον ρόλο;   

Η  Χριστιανική Θρησκεία  εμφανίστηκε σε έναν γεωγραφικό χώρο όπου κυριαρχούσε η πολυεθνικότητα, ο πολυπολιτισμός και ο θρησκευτικός συγκρητισμός. Όσο και αν ακούγεται ως πλούτος αυτή η ποικιλία, η πραγματικότητα ήταν διαφορετική, επειδή τα παραπάνω χαρακτηριστικά και η πολιτική Διοίκηση των Ρωμαίων, η οποία είχε αρχίσει να παρακμάζει,   δημιουργούσαν ανασφάλεια και αδιέξοδα στα διάφορα έθνη.

Σε αυτό το περιβάλλον ο Λόγος του Χριστού εμφανίστηκε να ενσαρκώνει τις ανάγκες  του τότε Κόσμου και να σηματοδοτεί μία  επανάσταση των Ιδεών σε κοινωνικοπολιτικό και πνευματικό επίπεδο. Τη διάδοση και  υλοποίηση αυτής της Ιδεολογίας ευνόησαν οι γενικότερες συνθήκες της εποχής. Συγκεκριμένα, η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία τον 2ο αι. μ.Χ. μέχρι τις αρχές του 4ου αι. επεκτεινόταν από τη Βρετανία μέχρι τον Ευφράτη και από τα νότια Καρπάθια και τον Καύκασο μέχρι τις παρυφές της Αφρικής και τις ακτές της Ερυθράς Θάλασσας. Στον ευρύ αυτόν χώρο τις εθνολογικές και κοινωνικές συγκρούσεις, αλλά και τις εξωτερικές απειλές, η  διοίκηση της Ρώμης αδυνατούσε να αντιμετωπίσει και, κατά συνέπεια, να άρχισαν να εμφανίζονται διαλυτικές τάσεις.  Έτσι, κρίθηκε αναγκαία η δημιουργία ενός νέου κέντρου διοίκησης για τη διαχείριση των νέων συνθηκών, το οποίο θα αναλάμβανε τη διαχείριση  των πολιτικών πραγμάτων στη Χερσόνησο του Αίμου και στην Ανατολή, ενώ η διοίκηση στη Δύση παρέμεινε στη δικαιοδοσία της Ρώμης.  Ως νέο, λοιπόν, διοικητικό κέντρο επιλέχθηκε η αποικία των Μεγαρέων, το Βυζάντιο. Η θέση της αποτελούσε σημείο-κλειδί για τον έλεγχο των πολιτικών εξελίξεων, του διεθνούς εμπορίου  της εποχής,  αλλά  είχε και ένα βασικό πλεονέκτημα για τη σύσταση μίας αρραγούς κοινότητας:  Την Ελληνική γλώσσα και τη νέα  Θρησκεία, η οποία εξαπλωνόταν ραγδαία σε αυτόν τον χώρο.

 Η ίδρυση  της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας  και  ο  Χριστιανισμός ως  ιδεολογικό θεμέλιό της.

  Τα θεσμικά στοιχεία για τη σύσταση του νέου  κράτους ήταν δεδομένα. Ο στρατός, η διοικητική οργάνωση σε όλους τους τομείς συνέχισαν να είναι τα ίδια. Ήταν απαραίτητο, όμως, να υπάρξει ένα ενοποιητικό στοιχείο, το οποίο θα απέτρεπε διαλυτικές τάσεις, στις οποίες οφειλόταν εν πολλοίς η κρίση στην  Αυτοκρατορίας της Ρώμης.  Έτσι, η νέα Θρησκεία προβάλλοντας καινοτόμες ιδεολογικές και κοινωνικές αντιλήψεις, όπως α) ουκ ένι άρρεν ή θήλυ, β)ουκ ένι Έλλην ή Ιουδαίος, και γ) αγάπα τον πλησίον σου ως εαυτόν, υπερέβαινε τον κοινωνικό και  εθνικό κατακερματισμό του τότε Κόσμου, εξημέρωνε τα ήθη και συνέβαλε στην ψυχική προσέγγιση των πληθυσμών μέσα από την  πίστη σε ενιαίο κώδικα αξιών.

Πώς, όμως, συνέπλευσε  η Πολιτική με τη Χριστιανική θρησκεία;

Η κυρίαρχη πολιτική ιδέα αυτήν την εποχή  ήταν η  Ρωμαϊκή Ιδέα  για τη Βασιλεία και την Οικουμενικότητα του κοσμικού άρχοντα, η οποία ενισχύθηκε και από τις αντίστοιχες αντιλήψεις των διαφόρων εθνοτήτων της Ανατολής, αλλά καλλιεργήθηκε και κατά την Ελληνιστική περίοδο.  Έτσι, στην πολιτική σκέψη του αυτοκράτορα της Νέας Ρώμης  είχε ήδη ωριμάσει η Ιδέα ότι το νέο  πολιτικό οικοδόμημα μπορούσε να εδραιωθεί  σε αυτόν τον χώρο, καθώς το ευνοούσε επίσης η νέα θρησκεία.  Αντίστοιχα, οι  πνευματικοί ηγέτες της Νέας Θρησκείας και της εκκλησιαστικής οργάνωσης  προσέβλεπαν στην προστασία των οπαδών της από το νέο κράτος, από το οποίο τους προηγούμενους αιώνες είχαν διωχθεί. Χαρακτηριστικές  είναι οι  παρακάτω  θέσεις επιφανών θρησκευτικών προσωπικοτήτων όσον αφορά τα κοινά πολιτικά και ιδεολογικά στοιχεία:

Α). Το 335, στον  Λόγο  του για τα 30 χρόνια της βασιλείας του Μ. Κωνσταντίνου, ο Ευσέβιος, Επίσκοπος Καισαρείας, είχε εκφράσει τη νέα πολιτική ιδεολογία, στα πλαίσια της οποίας κινείται η νέα Θρησκεία ή και αντίστροφα: « Ένας Θεός στον ουρανό, ένας κύριος στη γη, ο χριστιανός αυτοκράτωρ ».

Β). Τον 6ος αι.,  ο Κοσμάς ο Ινδικοπλεύστης διακηρύττει: « Πρώτον βασίλειον επίστευσε τω Χριστώ».

Γ). Τον 11ο -12ο αι,  Θεοφύλακτος Αχρίδας θεωρεί ότι : « Εικών Θεού ο άπας Βασιλεύς».

Έτσι, η Χριστιανική διδασκαλία  διακήρυττε  την υποταγή  στον αυτοκράτορα, ο οποίος είναι ’χριστός Κυρίου’’, και κατά τον Απόστολο Παύλο:’’ ο αντιτασσόμενος τη εξουσία,  τη του Θεού διαταγή ανθέστηκεν’’. Ωστόσο, ο εκλεκτός του Θεού υποχρεούται να είναι δίκαιος, φιλάνθρωπος, προστάτης των υπηκόων του. Τα χαρακτηριστικά αυτά θέτουν φραγμούς στην απολυταρχία. Εξ αρχής, η πολιτική αντίληψη για τη θέση του αυτοκράτορα είναι η  σαφέστατη: ’βασιλέως μεν εστί  τρόπος ο νόμος, τυράννου δε ο τρόπος νόμος’’. Η αρχή αυτή αποτέλεσε το ιδεολογικό πλαίσιο μέσα στο οποίο όφειλε να ασκήσει την  εξουσία του ο βυζαντινός αυτοκράτορας και ταυτόχρονα έδινε  το δικαίωμα στους υπηκόους του να  αντισταθούν στις αυθαιρεσίες του,  να εξεγερθούν και να απαιτήσουν την καθαίρεσή του. Τα στοιχεία αυτά αποδεικνύουν ότι η επίκληση της θείας προέλευσης της αυτοκρατορικής εξουσίας περιοριζόταν από τους γραπτούς  νόμους στους οποίους οργανώθηκε το νέο κράτος. Επομένως, αναιρούνται παλαιότερες απόψεις οι οποίες απέδιδαν θεοκρατικό χαρακτήρα στη διοίκηση του Βυζαντίου, αφού γίνεται σαφές ότι επρόκειτο για έννομη διοίκηση, η οποία ακολουθούσε τους πολιτικούς νόμους και  την οποία αποδεχόταν και υποστήριζε επίσης η Εκκλησία.

Συνοψίζοντας: Ο Βυζαντινός Κόσμος στηριζόμενος στην Πολιτική Ιδέα της Οικουμενικής Μοναρχίας και της διακυβέρνησης από τον ’θεία χάριτι αναδεδειγμένον ηγεμόνα’’,  ο οποίος εκπροσωπεί τον Θεό στη γη, και  έχοντας ως βασικά συστατικά της πολιτισμικής φυσιογνωμίας του τη Χριστιανική Θρησκεία,  την Ελληνική Γλώσσα και τις αξίες του  αρχαιοελληνικού  Πολιτισμού, οι οποίες εν πολλοίς ενδύθηκαν χριστιανικά, θα επιβιώσει πολιτικά για 1100 χρόνια και θα αποτελέσει πρότυπο κοσμικού κράτους και πηγή πνευματικού πολιτισμού για την Οικουμένη, το αποτύπωμα της οποίας μέχρι σήμερα παραμένει ζωντανό.

*Ο συγγραφέας του άρθρου κατάγεται από τη Ζωοδόχο Πηγή. Είναι κάτοχος Διδακτορικού διπλώματος στη Βυζαντινή Ιστορία και  υπηρέτησε ως Φιλόλογος στη Μέση Εκπαίδευση. Κύριο αντικείμενο της επιστημονικής ενασχόλησής του είναι οι  πολιτικές σχέσεις του Βυζαντίου στη Βαλκανική Χερσόνησο, πάνω τις οποίες έχει δημοσιεύσει σχετική Μονογραφία, ένα εκτενές άρθρο και μία δεύτερη Μονογραφία του βρίσκεται καθ’οδόν προς το Τυπογραφείο.