Η ιστορία της γλώσσας του ανθρώπου, όπως είδαμε και σε προηγούμενες αναφορές μας, χάνεται στα βάθη των αιώνων. Μια πολύ πρόσφατη έρευνα που δημοσιεύτηκε μέσα στην εβδομάδα που διανύουμε αξιοποιώντας γονιδιακού τύπου μελέτες για το είδος του homo sapiens καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η γλώσσα γεννήθηκε πριν από 135.000 χρόνια. Η ιστορία όμως της γραφής μετράει μόλις 5.500-6.000 χρόνια.
Η παραπάνω διαπίστωση αρκεί για να καταλάβουμε ότι η γραφή είναι «ξένη στο εσωτερικό σύστημα της γλώσσας». Ο γραπτός λόγος κατασκευάστηκε συμβατικά από τον άνθρωπο για να παραστήσει τη γλώσσα, να της δώσει οπτική υπόσταση και υλική μορφή -γιατί τα λόγια πετούν σαν τα πουλιά και χάνονται, όπως επίμονα μάς θυμίζει ο Όμηρος. Έτσι η γραφή αιχμαλωτίζει τους ήχους που παράγουμε. Όμως η γραπτή λέξη ασκεί τόση επίδραση πάνω μας, ειδικά στον άνθρωπο των δυτικών κοινωνιών, που φαίνεται να επισκιάζει στη συνείδησή μας την προτεραιότητα του προφορικού λόγου. Στην ουσία όταν μιλάμε για γλώσσα το μυαλό μας πηγαίνει στη γραπτή της εκδοχή.
Στα αλφαβητικά συστήματα η γραφή αναπαριστά φθόγγους, δηλαδή ήχους που παράγουμε από το αρθρωτικό μας σύστημα. Ο στόχος είναι αυτό που γράφουμε να είναι όσο πιο κοντά σ’ αυτό που προφέρουμε. Κάτι τέτοιο βέβαια δεν είναι πάντα εφικτό. Υπάρχουν ατέλειες στην αντιστοίχιση. Για παράδειγμα το τελευταίο χρονικό διάστημα η λέξη «πια» εμφανίζεται πολύ συχνά στα social media ως «πχια» αποδίδοντας κάπως ειρωνικά την αδυναμία της ορθογραφίας να αποτυπώσει ό, τι ακριβώς προφέρουμε. Λέξεις όπως «παιδιά», «ζημιές», «κάποιος», «ασβέστης» δείχνουν ότι δεν υπάρχει ευθεία αντιστοίχιση μεταξύ γραφής και προφοράς. Τι φταίει γι’ αυτό; Η ορθογραφία. Και φταίει γιατί οι κανόνες που υπαγορεύουν πώς θα γράφουμε τις λέξεις είναι αυστηροί και δεν επιτρέπουν αποκλίσεις -τουλάχιστον σε επίσημα πλαίσια. Όταν όμως αρχίζουν τα ορθογραφικά λάθη να πυκνώνουν καθίσταται εντονότερη και η συζήτηση για μια ορθογραφική μεταρρύθμιση. Και εδώ τα πράγματα δυσκολεύουν. Στη χώρα μας άλλωστε κάποιοι δικάστηκαν για τους τόνους και κάποιοι έχυσαν το αίμα τους με αφορμή γλωσσικές μεταρρυθμίσεις.
Αυτό συμβαίνει γιατί στο παρασκήνιο του γραπτού λόγου υπάρχει έντονη κινητικότητα. Ο προφήτης των Μ.Μ.Ε., ο Μάρσαλ Μακ Λούαν διαπίστωσε, εδώ και αρκετές δεκαετίες, ότι η γραπτή γλώσσα έδωσε την ευκαιρία στον άνθρωπο για πρώτη φορά να δει με τα ίδια του τα μάτια τη γλώσσα του και ν’ αρχίσει έτσι να εκτρέφει ένα είδος εθνικής υπερηφάνειας που κάποτε ξεπέρασε τα επιτρεπτά όρια. Ο Σπ. Μοσχονάς, διαπρεπής γλωσσολόγος, συμπληρώνει ότι οι απόψεις μας για την ορθογραφία και για τη γλώσσα γενικότερα καταλήγουν συχνά σε ένα είδος «εθνικιστικής προκατάληψης» η οποία ενισχύεται όχι μόνο από ιδεολογικές εμμονές αλλά και από τον ψυχολογικό μηχανισμό του φετιχισμού καθώς «η γλώσσα ταυτίζεται με τη γραφή και η γραφή λειτουργεί ως φετίχ της γλώσσας».
Η διαχείριση των γλωσσικών ζητημάτων δεν είναι εύκολη υπόθεση. Χρειάζεται μεγάλη ψυχραιμία και περίσκεψη. Αυτό που προσωπικά πάντως εύχομαι και επιθυμώ είναι να μην καταλήξει η ορθογραφία να γίνει ένα σύστημα συμβολικής εξουσίας και κριτήριο ανισοτήτων ώστε με συνοπτικές διαδικασίες μια μερίδα του πληθυσμού να αποκλείεται από θέσεις υψηλού κύρους και να χωρίζονται οι άνθρωποι σε προνομιούχους και μη.
Φιλόλογος, ΜΑ στην διδασκαλία της γλώσσας