Οι διαδηλώσεις για το έγκλημα στα Τέμπη, στις 28 Φεβρουαρίου, είναι οι μοναδικές που δεν απασχόλησαν ούτε τα μέσα ενημέρωσης ούτε την κοινή γνώμη με αριθμητικά μεγέθη. Δεν δόθηκε η μάχη των αριθμών ούτε και θα έδινε κανείς σημασία αν ανακοινωνόταν πόσοι ήταν οι συμμετέχοντες. Άλλωστε ήταν σχεδόν όλοι εκεί και γνώριζαν πόσοι ήταν και πώς ήταν. Αυτό που ξεκίνησε ως διαμαρτυρία μετατράπηκε σε παλλαϊκό συλλαλητήριο, από αυτά που οι περισσότεροι γνωρίζουν μέσα από την ανάγνωση ιστορικών βιβλίων και αφορούν σημαντικές περιόδους, όπως η απελευθέρωση της Ελλάδας από τους κατακτητές και η αποκατάσταση της δημοκρατίας. Η διαμαρτυρία για τα Τέμπη δεν είχε να κάνει με αριθμούς. Ήταν αποτύπωση της γνήσιας λαϊκής έκφρασης με ποιοτικά στοιχεία που την τοποθετούν δίπλα στις μεγάλες διαδηλώσεις σε περιόδους κατά τις οποίες η χώρα έκανε στροφή που της υπαγόρευε η Ιστορία.
Είναι ιστορικά αποδεδειγμένο ότι υπάρχουν ιστορικές στιγμές που η αλήθεια δραπετεύει, ακόμα και αν έχουν κλείσει όλοι οι δρόμοι. Που δεν περιμένει ούτε την ερμηνεία μας ούτε τα καπρίτσια της προσωπικής αντικειμενικότητας. Ιπτάται πάνω από τις εξελίξεις και τους ανθρώπους και αποκτά ιερότητα και αποδοχή. Είναι η ώρα που αυτή η αλήθεια (ακόμα και αν αργότερα αμφισβητηθεί ή προδοθεί) γίνεται καύσιμο της Ιστορίας. Ζούμε μια τέτοια περίοδο. Η αλήθεια είναι μπροστά μας και οι άνθρωποι είναι έτοιμοι να τη δουν. Το έγκλημα στα Τέμπη, αυτό το σκληρό γεγονός, φέρνει τη χώρα μπροστά στον καθρέφτη. Στον καθρέφτη αντικατοπτρίζονται ο πόνος, η θλίψη, η απόγνωση αλλά και η διαφθορά, ο κυνισμός. Δεν έχει νόημα να δεις κάτι μόνο από την εικόνα. Πρέπει να τα δεις όλα και να πάρεις αποφάσεις.
Οι μεγάλες διαδηλώσεις απέδειξαν ότι βρισκόμαστε σε τέτοια ιστορική καμπή. Η κοινωνία παίρνει αποφάσεις, κινητοποιείται και μέσα από αυτή την κινητοποίηση ανατροφοδοτεί τον προβληματισμό και την ωριμότητά της. Υπάρχουν δύο ιδιαίτερα ποιοτικά χαρακτηριστικά στη διαδικασία αυτή. Τα αιτήματα δεν αφορούν την επιβίωση, κάποια οικονομικά θέματα (άρα το στενό οικονομικό συμφέρον), αλλά την απόδοση δικαιοσύνης και την τιμωρία των ενόχων για ένα έγκλημα. Το πιο σοβαρό όμως είναι ότι, ενώ οι διαμαρτυρίες έχουν έντονα πολιτικά χαρακτηριστικά, παραμένουν ακηδεμόνευτες από τις πολιτικές δυνάμεις.
Δύο χρόνια μετά το έγκλημα στα Τέμπη το πολιτικό σύστημα (όχι μόνο η κυβέρνηση Μητσοτάκη που ήταν ένοχη) λειτούργησε με τον γνωστό τρόπο. Επιχείρησε να επιλύσει την υπόθεση μέσα στο ασφαλές πλαίσιο διαχείρισης, χωρίς να δημιουργήσει κλονισμούς και απειλές. Να μείνει η διεφθαρμένη Δικαιοσύνη αυτή που είναι και η πολιτική να συνεχίσει τη βρόμικη, διαχρονική συναλλαγή μαζί της. Ακόμη κι όταν η συνείδηση κλόνιζε κάποιους πολιτικούς, ο κλονισμός αυτός δεν ήταν ικανός να τους κάνει να αναιρέσουν τον γραφειοκρατικό και συμφεροντολογικό ρόλο τους. Τα Τέμπη, τα 57 θύματα, οι εκατοντάδες χιλιάδες που μάτωσαν σε όλη την Ελλάδα μαζί τους, δεν μπορούσαν να τυποποιηθούν μέσα στο πλαίσιο της πολιτικής φανφαρολογίας, για να γίνονται «παρεμβάσεις» και να γράφονται βαρυσήμαντα άρθρα. Η αδικία και οι ανάγκες γεννούσαν απαιτήσεις που οι «πεφωτισμένοι», οι βολεμένοι ή οι ένοχοι της πολιτικής δεν μπορούσαν να αντιληφθούν. Έτσι η κοινωνία έφυγε μπροστά και τα κόμματα έμειναν πίσω να κοιτάνε καχύποπτα αυτό που δεν μπορούσαν να ελέγξουν και να χειραγωγήσουν.
Το τι θα συμβεί με τα κόμματα της αντιπολίτευσης είναι άγνωστο. Όταν δημιουργούνται νέες και μη ελεγχόμενες συνθήκες, οι ρόλοι δεν μπορεί να είναι οι ίδιοι. Θα υπάρξουν νέες πολιτικές οντότητες οι οποίες θα αναζητήσουν τα ηγετικά πρόσωπα που μπορούν να γίνουν πειστικά. Άλλα κόμματα θα διαλυθούν, διαλύοντας μαζί και τη μικροφιλοδοξία των ηγετών τους. Σίγουρη είναι μόνο η πορεία του Μητσοτάκη.
Ένας πρωθυπουργός που βρίσκεται μπροστά στη μήνιν της κοινωνίας, κατηγορούμενος μάλιστα για τη συγκάλυψη ενός εγκλήματος, έχει μόνο δύο επιλογές: ή να αποχωρήσει εμφανίζοντας έστω ψήγματα αξιοπρέπειας ή να ακολουθήσει τον δρόμο της εξευτελιστικής ήττας. Η ψυχοσύνθεση του Μητσοτάκη και ο τρόπος που πολιτεύεται πολύ πιθανόν να οδηγήσουν στο δεύτερο. Προφανώς έχει δικαίωμα στην αυταπάτη, στον εξευτελισμό ή στην πορεία προς τη βασανιστική πτώση. Η αντιμετώπιση όμως της παλλαϊκής διαμαρτυρίας δείχνει ότι, ανεξάρτητα από το αν αντιλαμβάνεται τι τον περιμένει, έχει επιλέξει την παλιά κλασική μέθοδο του αυταρχισμού και της πυγμής.
Για τους πολιτικούς οι οποίοι θα είχαν στοιχειώδη συνείδηση, αν δύο εκατομμύρια κόσμου τούς κατηγορούσαν για συγκάλυψη ενός εγκλήματος, δεν θα είχαν κανένα λόγο να θεωρούν τον εαυτό τους ηγέτη αυτών που τούς κατηγορούν. Ο Μητσοτάκης, το πρωί πριν από τα συλλαλητήρια, έβγαλε μια ανακοίνωση στην οποία κατηγορούσε τους άλλους και τις παθογένειες (ποιος άραγε κυβέρνησε και τις δημιούργησε;) και το μεσημέρι έστειλε αστυνομικούς ενστόλους και μη να αμαυρώσουν τη μεγαλειώδη διαμαρτυρία με βία.
Όταν η αυταρχική εξουσία καταρρέει, η μόνη συνταγή την οποία εφαρμόζει με ευλάβεια είναι του μεγαλύτερου αυταρχισμού. Ο Μητσοτάκης δεν είναι απλώς σε αδιέξοδο, αλλά θα έπρεπε, σε μια στοιχειωδώς λειτουργούσα δημοκρατία (δες Σερβία) να αποτελεί παρελθόν. Είναι πιθανόν οι ομοϊδεάτες του στη ΝΔ να δρομολογήσουν την έξοδό του για να σώσουν το κόμμα. Όποιο σενάριο κι αν εφαρμοστεί, ο Μητσοτάκης θα επιχειρήσει να δημιουργήσει χαοτική κατάσταση, ώστε αφενός να αποδώσει σε άλλους σχέδιο αποσταθεροποίησης και αφετέρου να εμφανιστεί ως η ισχυρή δύναμη που θα βάλει τάξη στο χάος που ο ίδιος δημιούργησε. Ελπίζει πως έτσι θα αποκόψει το συντηρητικό και εύπιστο κοινό από τη συμμετοχή του στην κοινωνική αντιπολίτευση.
Κάθε προοδευτικός άνθρωπος οφείλει να θέσει ως μείζον ζήτημα την ανάγκη να φύγει το αποδεδειγμένο κακό που είναι ο Μητσοτάκης, η πολιτική του και οι μεθοδεύσεις του.
Το τι θα ακολουθήσει αφορά την κοινωνία και τον ρόλο που θα θελήσουν να παίξουν τα κόμματα. Η πολιτική σιχαίνεται τα κενά και η δημοκρατία τους δειλούς που την υποστηρίζουν σαν να είναι αντικείμενο ακαδημαϊκής ανάλυσης και όχι δράσης. Όποιος ενδιαφέρεται για τη δημοκρατία πρέπει να συμπράξει με την κοινωνία και να ζητήσει να τον κρίνει ο κόσμος.
Ευαγγ.Κ.Αντωνοπουλος
Μαθηματικός