Η εβδομάδα που διανύουμε, δεύτερη του Τριωδίου, λέγεται και Κρεατινή. Για τους νηστεύοντες καταλύει κρέας. Και μάλιστα άφθονο την τσικνοπέμπτη. Οι ανωθρώσκοντες καπνοί και οι μυρωδιές της τσίκνας άρχισαν από νωρίς να σκεπάζουν την πόλη. Σε κάθε γωνιά, στις πλατείες, στα πεζοδρόμια και στα σπίτια ρέοντα λίπη και άφθονα ξίγκια επικυρώνουν την κοινωνική μας εξωστρέφεια και ανεβάζουν το κέφι. Μαζί και τα τριγλυκερίδια.
Η περίοδος αυτή πριν τις Απόκριες έχει ιδιαίτερο λαογραφικό ενδιαφέρον γιατί πλάι στην ορθόδοξη παράδοση συναντάμε και διονυσιακά δρώμενα και μασκαρέματα. Κάτι ανάλογο βλέπουμε και στην γλώσσα. Πολλές λέξεις με διαφορετική καταγωγή συμπορεύονται αιώνες τώρα και συνθέτουν μια δυναμική γλωσσική πραγματικότητα που είναι άκρως γοητευτική αλλά καθόλου επικίνδυνη. Θα παρουσιάσω σήμερα μερικές λέξεις που την τσικνοπέμπτη βρίσκονται στα χείλη των περισσότερων από εμάς αντλώντας σχεδόν αυτούσιο το υλικό από ένα κείμενο του Ν. Σαραντάκου. Σκοπός είναι να δούμε ότι τα γλωσσικά δάνεια πλουτίζουν την γλώσσα μας και ότι η εξωστρέφεια τόσο στην παράδοση όσο και στην γλώσσα ανοίγουν την πολιτισμική βεντάλια και συγκροτούν μια πληθωρική και πολύχρωμη «φωνή».
Η λέξη «τσίκνα» μαρτυρείται για πρώτη φορά στα βυζαντινά χρόνια και είναι μάλλον παραφθορά της ομηρικής λέξης «κνίσα». Δεν είναι εύκολο να εξηγήσουμε πώς το «κνίσα» έγινε με το πέρασμα του χρόνου «τσίκνα». Ο Μπαμπινιώτης στο λεξικό του δίνει μια εξήγηση που έχει λογική βάση. Αυτό που κρατάμε είναι ότι την ομηρική κνίσα την απολάμβαναν οι ολύμπιοι θεοί καθώς ο καπνός από τα ψητά κρέατα ανέβαινε ψηλά στον ουρανό. Αρχαιοελληνικής καταγωγής είναι και η λέξη ψήνω που προέρχεται από το ρήμα «έψω» (=μαγειρεύω/βράζω). Από τον Αόριστο «έψησα» προήλθε το νεοελληνικό ρήμα. Στα ομηρικά έπη διαβάζουμε ότι οι ήρωες και τα πρωτοπαλίκαρα της Γεωμετρικής εποχής σφάζουν και ψήνουν αμέτρητα βόδια σε χρόνο ρεκόρ καταναλώνοντας βουλιμικά ευμεγέθη κοψίδια. Το κύρος αυτών των αριστοκρατών είναι εφάμιλλο της χοληστερίνης που μοιράζουν γενναιόδωρα στους συνδαιτυμόνες τους.
Τα πιο λαϊκά παϊδάκια ανάγονται και αυτά στο αρχαίο «παγίς» το οποίο στα μεσαιωνικά ελληνικά κατέληξε «παγίδιν» και σε εμάς παϊδι. Στο κυρίως πιάτο έχουμε βέβαια και σουβλάκια. Λέξη μάλλον λατινικής καταγωγής (subula) που…εξοβέλισε τον αρχαίο «οβελό»(=σούβλα). Στη σούβλα βέβαια ψήνουμε και το κεμπάπ που μάς έρχεται από την τουρκική λέξη kebap το οποίο η τουρκική γλώσσα δανείστηκε από την αραβική λέξη kebab. Ας ρίξουμε και μια μπριζόλα στην σχάρα. Η υστερολατινική λέξη brasas(=αναμμένα κάρβουνα) έδωσε την βενετσιάνικη brisiola. Και κάπως έτσι πέρασε και στην δική μας γλώσσα. Τα λαχταριστά μπιφτέκια έλκουν την γλωσσική τους καταγωγή από την αγγλική φράση beef steak (=φιλέτο κρέατος) που έφτασε στην ελληνική μέσω της γαλλικής λέξης bifteck. Παραλλάξαμε ωστόσο την συνταγή καθώς εμείς χρησιμοποιούμε κιμά και όχι κομμάτι κρέατος. Τσικνοπέμπτη χωρίς λουκάνικο όμως δεν γίνεται. Η λέξη μάς έρχεται από τον λατινικό όρο lucanicum και παραπέμπει σε ένα είδος αλλαντικού που παρασκεύαζαν οι Λουκανοί, ιταλικό φύλο της κεντρική Ιταλίας. Λατινικό είναι και το ξίγκι από το axungia που πέρασε στα ελληνιστικά χρόνια στην γλώσσα μας. Ιταλικής καταγωγής είναι και η λέξη παντσέτα (=pancetta) που δηλώνει την κοιλιά του χοιρινού.
Η πιατέλα με την ποικιλία των γλωσσικών εδεσμάτων μπορεί να συνεχιστεί και να πληθύνει μέχρι που θα ξεχειλίσει. Φτάνουν όμως αυτά. Άλλωστε, όπως το θέλει και η ρήση: καλύτερα να μασάς, παρά να μιλάς.
Φιλόλογος, ΜΑ στην διδασκαλία της γλώσσας