Επιμένω λίγο και αυτή την εβδομάδα με το θέμα της διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών σκοπεύοντας αυτή την φορά να δείξω πώς το μάθημα της αρχαίας ελληνικής γλώσσας χρησιμοποιήθηκε σαν εργαλείο, σαν ένας κλωβός που εκκόλαψε και εξακολουθεί να εκκολάπτει ένα ιδεώδες-όχι πάντα τόσο αθώο- που συνδέεται αναπόσπαστα με την έννοια του έθνους και της ταυτότητας του νεοέλληνα.
Περπατώντας ανάμεσα σε ερείπια και σπασμένες αρχαιότητες οι φιλέλληνες της επαναστατημένης Ελλάδας κρατώντας στο ένα χέρι τον Όμηρο και στο άλλο τον Παυσανία διαπίστωναν με θλίψη ότι οι ήρωες και το μεγαλείο της αρχαίας Ελλάδας που διάβαζαν στα κείμενα ήταν πλέον μια μακρινή ανάμνηση. Οι σύγχρονοι της εποχής τους Έλληνες δεν έμοιαζαν σε τίποτα με τους αρχαίους. Και ο νέος ελληνικός πολιτισμός δεν είχε να επιδείξει απολύτως τίποτα σε σχέση με τον αρχαίο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της αντίληψης αυτής είναι το ποίημα του πιο διάσημου φιλέλληνα, του λόρδου Βύρωνα, Η Κατάρα της Αθηνάς, στο οποίο παρουσιάζει την θεά σαν μια θλιβερή καρικατούρα, μια παρωδία του κάλλους και του αρχαίου κλέους της. Όλη αυτή η απογοήτευση πλαισιωμένη και από τα κηρύγματα του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού ενίσχυσε στους επικεφαλής του νεοσύστατου ελληνικού κράτους και στην διανόηση της εποχής την τάση να σμιλέψουν σιγά σιγά μια σχέση άρρηκτα δεμένη με το αρχαίο παρελθόν, να επικυρώσουν την ιστορική και πολιτισμική ενότητα με την κλασική Ελλάδα και πατώντας στο κλασικιστικό βάθρο να «ψηλώσουν» κάπως την εθνική μας μύτη. Έτσι, η ιστορία, η αρχαιολογία και η γλωσσική διδασκαλία επιστρατεύτηκαν για να δώσουν την ώθηση προς μια κατεύθυνση που στην επιστήμη ονομάζεται «νεωτερικότητα».
Το ιστορικό περίγραμμα που προηγήθηκε είναι απαραίτητο για να καταλάβουμε ότι η γλώσσα είναι κομμάτι της κοινωνικής πρακτικής. Και μάλιστα όχι μόνο επηρεάζεται από τις ιστορικές συνθήκες, αλλά έχει την δύναμη να διαμορφώνει την πραγματικότητα, να φτιάχνει τον κόσμο στον οποίο ζούμε. Θα έλεγα ότι η γλώσσα έχει μια αόρατη εξουσία που λειτουργεί στο παρασκήνιο διαμορφώνοντας το φαντασιακό μας μέσω του οποίου προσλαμβάνουμε και ερμηνεύουμε τον κόσμο. Έτσι, η καθαρεύουσα, μια τεχνητή γλώσσα που φιλοδοξούσε να καθαρίσει την ομιλούμενη από λέξεις ξενικής καταγωγής και να ευθυγραμμίσει τον λόγο των ομιλητών με την αρχαία ελληνική γλώσσα, υιοθετήθηκε εξαρχής από το κράτος και τους θεσμούς ως επίσημη γλώσσα του κράτους. Η επιβολή της δείχνει ακριβώς την προσπάθεια απευθείας σύνδεσης με το ένδοξο κλασικό παρελθόν αγνοώντας εμφατικά ότι στην κοίτη της γλωσσικής ροής εκβάλλουν διαρκώς πολλοί παραπόταμοι. Το σχολείο, όπως είναι αναμενόμενο, έγινε πρωτεργάτης στην διαμόρφωση των νέων πολιτικών υποκειμένων. Και η εκπαιδευτική πολιτική, απόλυτα εναρμονισμένη με το εκάστοτε πολιτειακό καθεστώς, μεριμνούσε για την πιο «υλική» και εμπράγματη εφαρμογή των ιδεολογικών στοχεύσεων της εξουσίας.
Αν κανείς μελετήσει τα αναλυτικά προγράμματα σπουδών από το 1920 και μετά θα διαπιστώσει πόσο επίμονα η εκπαιδευτική πολιτική μέσω του μαθήματος των αρχαίων περιστρέφεται γύρω από τις έννοιες του μύθου και της αθανασίας, δυο εννοιών που πάνε χέρι-χέρι με την κουλτούρα της ευγονικής και της ανώτερης ράτσας που είναι προορισμένη να κυριαρχήσει. Φορέας αυτής της κουλτούρας στην Ελλάδα υπήρξε μια συντηρητική αστική τάξη η οποία, για να το πω κάπως σχηματικά, οραματίστηκε και σχεδίασε νοερά κάτι σαν έναν «κύκλο με κιμωλία» και στο εσωτερικό του πολλούς ομόκεντρους. Στο κέντρο του κύκλου αυτού βρισκόταν ο λευκός αστός άνδρας που ενσάρκωνε το σπαρτιατικό ιδεώδες, την φιλοκαλία του αρχαίου Αθηναίου και την οικουμενικότητα των Μακεδόνων. Και πραγματικά, αν σταχυολογήσει κανείς τα αποσπάσματα από τους αρχαίους συγγραφείς που διδάσκονταν- και διδάσκονται μέχρι σήμερα- στο σχολείο θα δει ότι αυτά έχουν έναν καθαρά φρονηματιστικό χαρακτήρα. Για παράδειγμα, τα κείμενα με ιστορικό ενδιαφέρον πρόβαλλαν σταθερά το ηρωικό ιδεώδες μέσα από αποσπάσματα για τους περσικούς πολέμους, όπως η ναυμαχία της Σαλαμίνας και η μάχη των Θερμοπυλών ή οι νικηφόρες εκστρατείες του Μ. Αλεξάνδρου. Τα φιλοσοφικά αποσπάσματα σκιαγραφούσαν το προφίλ του πειθήνιου πολίτη που σκύβει ευλαβικά το κεφάλι απέναντι στην εξουσία ακόμη κι αν αδικείται κατάφωρα (βλ. Σωκράτης). Ο Επιτάφιος του Περικλή- που λόγω δημοκρατικών μηνυμάτων δεν είχε μόνιμη παρουσία στα σχολεία- αποθέωνε την θυσία για την πατρίδα και εξήρε την αίγλη και την πολιτισμική και στρατιωτική υπεροχή μιας Αθήνας-που πάτησε βέβαια επί πτωμάτων. Από τον Ξενοφώντα η Κύρου Ανάβασις αναδείκνυε το δίπολο της ηγετικής φυσιογνωμίας του ίδιου αλλά και του καταδιωκόμενου ελληνισμού, ενώ υπήρχε και μια σταθερή επιμονή στην πατρική φιγούρα του Αγησίλαου. Το σχολείο λοιπόν κατασκεύαζε έναν ιδεολογικό Λόγο (discourse) που φυσικοποιούσε στην κοινωνία τα ιδεολογικά του προτάγματα.
Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει η διαχείριση των αρχαίων ελληνικών από το μεταξικό καθεστώς της 4ης Αυγούστου 1936. Στο Γυμνάσιο, που φοιτούσαν λίγα παιδιά και στην ουσία ήταν ο προθάλαμος της ακαδημαϊκής φοίτησης, διδάσκονταν επιμελώς τα αρχαία από το πρωτότυπο, ενώ στο Αστικό Σχολείο όπου φοιτούσε η πλειοψηφία των μαθητών που προοριζόταν για εργάτες και πρακτικά επαγγέλματα η διδασκαλία των αρχαίων γινόταν από μετάφραση. Στην ουσία η γλωσσική διδασκαλία προσέλαβε μια έντονη ταξική απόχρωση χωρίζοντας τους πολίτες σε μελλοντικούς ηγέτες απ’ την μια και υπηκόους απ’ την άλλη.
Για να επιστρέψουμε στο δικό μας παρόν οφείλω να επισημάνω ότι η διαχείριση αυτών των κειμένων από τα πολιτικά καθεστώτα ούτε τα ακυρώνει ούτε μειώνει την αισθητική, φιλοσοφική ή επιστημονική σπουδαιότητά τους. Άλλωστε τα κείμενα τα προσλαμβάνει και τα ερμηνεύει διαφορετικά κάθε εποχή. Σκοπός μου είναι να υπενθυμίσω ότι το μάθημα των αρχαίων ελληνικών χρησιμοποιήθηκε αρχικά για να εισάγει το έθνος δυναμικά στον κόσμο της νεωτερικότητας, όπως αυτή διαμορφώθηκε στην Ελλάδα μετά τον 19ο αιώνα, και να διαμορφώσει την εθνική ταυτότητα όπως οι κρατικές ανάγκες της εποχής εκείνης το απαιτούσαν αλλά και όπως έκρινε η τότε πολιτική εξουσία. Ο προβληματισμός ωστόσο που ανακύπτει σήμερα είναι μήπως η απαρχαιωμένη αυτή κουλτούρα εξακολουθεί να αναπαράγεται από το σύγχρονο σχολείο το οποίο μοιάζει να έμεινε κολλημένο στον προηγούμενο αιώνα, στην εποχή της μετάβασης στην νεωτερικότητα ενώ ο σύγχρονος κόσμος έχει προχωρήσει πολύ πιο πέρα. Μήπως λοιπόν με μια ψύχραιμη αναστοχαστική διάθεση να κοιτάξουμε κατάματα την πραγματικότητα και να ξανασκεφτούμε τι αρχαία χρειαζόμαστε στο σχολείο μας;
Φιλόλογος, ΜΑ στην διδασκαλία της γλώσσας