Το ερώτημα στον τίτλο του σημερινού σημειώματος φαίνεται να βασανίζει διαχρονικά τις γενιές των μαθητριών και των μαθητών. Και ακόμη πιο συχνά τίθεται σε εκπαιδευτικούς και γονείς στην καθημερινή τους τριβή με τα παιδιά και τα μαθήματα. Απαντήσεις δίνονται αρκετές, άλλες πιο σαφείς και άλλες πιο θολές. Αλλά το ερώτημα επιμένει. Και αυτό είναι κάτι που αξίζει μια μικρή διερεύνηση.
Πριν προσπαθήσω να δώσω μια δική μου απάντηση, θέλω να θέσω ένα ακόμη ερώτημα το οποίο διασταυρώνεται με αυτό του τίτλου: τι αρχαία ελληνικά μαθαίνουμε; Αν ανοίξουμε τα σχολικά εγχειρίδια του Γυμνασίου θα διαβάσουμε ότι η γλώσσα την οποία θα διδαχθούμε είναι η αττική διάλεκτος της κλασικής περιόδου (5ος-4ος αι. π.Χ.). Μια ποικιλία δηλαδή της αρχαίας ελληνικής που μιλήθηκε κυρίως στην περιοχή της Αττικής και στην οποία γράφτηκαν σπουδαία έργα της φιλοσοφίας, της ιστορίας, της ρητορικής κ.λπ. Κι εδώ αρχίζουν τα προβλήματα και οι προβληματισμοί. Ξέρουμε δηλαδή ότι οι αρχαίοι Αθηναίοι την περίοδο εκείνη έγραφαν μόνο με κεφαλαία γράμματα, χωρίς κενό ανάμεσα στις λέξεις, πρόφεραν πολύ διαφορετικά τα β/γ/δ/η/ο/ω κ.λπ. και δεν χρησιμοποιούσαν τόνους. Τα τονικά σημάδια είναι εφεύρεση των αλεξανδρινών φιλολόγων πολλούς αιώνες αργότερα οι οποίοι μελετούσαν τα κείμενα της κλασικής περιόδου και για να μην αποκλίνουν από την προφορά της εποχής εκείνης- γιατί στο μεταξύ η γλώσσα είχε αλλάξει- σημάδευαν πάνω από τις λέξεις τα γνωστά μας πνεύματα και τους τόνους (οξεία, βαρεία, περισπωμένη). Ξέρουμε επίσης ότι η μικρογράμματη γραφή είναι συνεισφορά των βυζαντινών γραμματικών οι οποίοι με ιώβεια υπομονή αντέγραφαν συστηματικά αρχαίους κυλίνδρους από πάπυρο σε «κώδικες»(=βιβλία) συνήθως από περγαμηνή.
Μήπως λοιπόν τα αρχαία που διδασκόμαστε σήμερα στο σχολείο είναι μια υβριδική κατασκευή της γλώσσας κομμένης και ραμμένης στα δικά μας μέτρα; Και αν ναι, γιατί έγινε αυτό; Γιατί δεν κρατήσαμε ανόθευτη την αττική διάλεκτο όπως πραγματικά ήταν στα χρόνια του Περικλή και του Πλάτωνα; Μήπως συμβαίνει κάτι άλλο στο παρασκήνιο;
Το ζήτημα έχει, κατά την γνώμη μου, έντονη πολιτική χροιά. Πέρα δηλαδή από αφελείς δικαιολογίες του τύπου «μαθαίνουμε αρχαία για να διαβάζουμε απ’ το πρωτότυπο τα κλασικά αριστουργήματα της αρχαίας ελληνικής διαλέκτου» που η ίδια η ζωή διαψεύδει μιας και κανένας απόφοιτος γυμνασίου ή λυκείου δεν μπορεί να διαβάσει και να κατανοήσει ούτε μια παράγραφο αρχαίου κειμένου, όλες οι υπόλοιπες δικαιολογίες ενέχουν μια έντονη αλλά αδιόρατη στον αγύμναστο οφθαλμό ελιτίστικη διάθεση. Έχουν κατά καιρούς πει ότι τα αρχαία είναι σαν το σαλόνι του σπιτιού μας, το καλό δωμάτιο για τις βεγγέρες και τις γιορτές. Πρακτικά ένα σπίτι μπορεί να είναι λειτουργικό και χωρίς αυτό, αλλά το σαλόνι μάς υποδέχεται στις καλές στιγμές και μάς δίνει έναν αέρα κοσμοπολίτικης επιβεβαίωσης. Κάπως έτσι, είπαν, είναι και η γνώση της αρχαίας ελληνικής. Μας κάνει να ξεχωρίζουμε. Λένε, επίσης, ότι η γνώση της αρχαίας ελληνικής γλώσσας μάς βοηθάει να μάθουμε καλύτερα την νέα ελληνική, να γίνουμε πιο «ποιοτικοί» χρήστες της, να εμπλουτίσουμε το λεξιλόγιο και να θωρακίσουμε την ορθογραφική μας απόδοση. Αυτή είναι ίσως η μεγαλύτερη πλάνη που κυκλοφορεί. Δεν υπάρχει ούτε μια σοβαρή έρευνα που να αποδεικνύει κάτι τέτοιο. Ο Δ.Ν. Μαρωνίτης μας παρότρυνε διαρκώς να «κατεβάσουμε τους αρχαίους απ’ το εικονοστάσι» εννοώντας ότι ο νεοελληνικός λόγος μπορεί να μεγαλουργήσει και αυτόνομα. Και η δημοτική ποίηση τον επιβεβαιώνει αδιάψευστα. Τα ίδια πάνω κάτω λένε όλοι οι σοβαροί γλωσσολόγοι.
Τότε γιατί μαθαίνουμε αρχαία ελληνικά; Στον πρόλογο του βιβλίου της Α’ Γυμνασίου διαβάζουμε ότι « [οι μαθητές] θα αποκτήσουν το προνόμιο που θα ήθελαν να έχουν πολλοί άνθρωποι απ’ όλον τον κόσμο: να κατανοήσουν κάποιο αρχαίο ελληνικό κείμενο διαβάζοντάς το στο πρωτότυπο» και παρακάτω: «μπορούμε να μιλάμε για ενιαία ελληνική γλώσσα από την αρχαιότητα έως σήμερα». Οι προτάσεις αυτές σε συνδυασμό με την εμμονική προσήλωση των σχολικών εγχειριδίων στην ετυμολογία των λέξεων και στην προσπάθεια να δεθεί η νέα ελληνική γλώσσα αποκλειστικά και μόνο πίσω από την αρχαία ελληνική φαίνεται να υπηρετούν τον μύθο της εθνικής καθαρότητας. Παραγνωρίζονται και αποσιωπώνται όλες οι κοινωνικές ζυμώσεις στις οποίες εμπλέκεται με φυσικό τρόπο η γλώσσα και οι ομιλητές της, θάβεται εντελώς ο δανεισμός των λέξεων, ο βασικός μηχανισμός που ανανεώνει κάθε γλώσσα ή προτάσσεται επίμονα ο κίνδυνος της «λεξιπενίας». Και το χειρότερο είναι ότι καταλήγουμε να προσπαθούμε να εξηγήσουμε τα συντακτικά και γραμματικά φαινόμενα της νέας ελληνικής με τα εργαλεία που χρησιμοποιούμε στην αρχαία ελληνική. Έτσι φτάνουμε για παράδειγμα σε γραφικές υπερδιορθώσεις της νεοελληνικής προστακτικής. Επιμένουν πολλοί ότι το σωστό είναι «επίλεξε» αντί για «επέλεξε» που λένε οι ομιλητές ή εθελοτυφλούμε απέναντι σε γραμματικά φαινόμενα όπως η υποτακτική παρατατικού (π.χ. να είχαμε) λέγοντας ότι στα αρχαία ο παρατατικός δεν έχει υποτακτική. Κοντολογίς, έχουμε πειστεί ότι η αρχαία είναι ανώτερη από τα νέα ελληνικά και ότι η δημοτική είναι φτωχός και μακρινός συγγενής των αρχαίων.
Πού καταλήγουμε επομένως; Η επιμονή στην διδασκαλία της αρχαίας ελληνικής θρέφει το εθνικό μας φαντασιακό, όπως γράφει ο Αχιλλέας Κωστούλας. Από καταβολής του ελληνικού κράτους προσπαθούμε να ντύσουμε τον νεοελληνικό μας πολιτισμό με την αίγλη και τα κλέη του αρχαιοελληνικού κλασικού κόσμου και κάθε φορά που το έλλειμμα των ομιλητών ανακύπτει ως πρόβλημα μέσα από αξιολογήσεις μαθητών, όπως αυτή της PISA, αυξάνονται οι ώρες διδασκαλίας των αρχαίων. Ναι, αλλά το αποτέλεσμα είναι και πάλι αποκαρδιωτικό. Παραπονιόμαστε ότι τα παιδιά δεν καταλαβαίνουν ούτε τον Παπαδιαμάντη. Και κάθε φορά γινόμαστε μάρτυρες μιας ύποπτης και ανησυχητικής διαπίστωσης: όσοι γνωρίζουν αρχαία ελληνικά εμφανίζονται ως προνομιούχοι, που έλεγε και το σχολικό βιβλίο, ενώ οι υπόλοιποι ως «πλέμπα». Κάθε φορά αρνούμαστε να δούμε την εξέλιξη της γλώσσας και τις αλλαγές σε όλα της τα επίπεδα και τρέφουμε την αυταπάτη ότι όσο περισσότερο λόγιο είναι το ύφος, τόσο «καλύτερο» είναι. Ο μύθος της «ενιαίας και αδιαίρετης» δηλαδή γλώσσας μας εμποδίζει να απολαύσουμε τις ετυμολογικές διαδρομές των λέξεων στον χρόνο, να συνειδητοποιήσουμε με την ωριμότητα που αρμόζει την γλωσσική αλλαγή και εξέλιξη, να στοχεύσουμε στην ουσιαστική διδασκαλία της γλώσσας και σε τελική ανάλυση να αξιολογήσουμε σωστά την κάθε φάση της ελληνικής χωρίς να περιφρονούμε π.χ. την μεσαιωνική ελληνική, τις γλωσσικές ποικιλίες, τις γλώσσες κληρονομιάς κ.λπ. Μαθαίνουμε λοιπόν αρχαία λόγω ανασφάλειας για το παρόν μας.
Ο Φερντινάν ντε Σωσσύρ (1857-1913), πατέρας της μοντέρνας γλωσσολογίας, έγραφε ότι όποιος παρακολουθεί μια παρτίδα σκάκι δεν χρειάζεται καθόλου να έχει δει τις προηγούμενες κινήσεις για να κρίνει τις κινήσεις που γίνονται εκείνη την στιγμή. Ήθελε με τον τρόπο αυτό να κάνει σαφές ότι το γλωσσικό παρόν έχει μια αυτάρκεια που ικανοποιεί απόλυτα όποιον απλά βλέπει ή παίζει χωρίς να είναι απαραίτητη η επίγνωση των προηγούμενων κινήσεων. Εμείς στην γλωσσική παρτίδα που παίζεται ανελλιπώς θέλουμε απλά να μάθουν σωστά τους κανόνες.
Φιλόλογος, ΜΑ στην διδασκαλία της γλώσσας