Τι μαθαίνουμε τελικά απ’ τα λάθη στη χρήση της γλώσσας;

Ας ξεκινήσουμε από αυτό που φαίνεται αυτονόητο: τι είναι λάθος; Η προφανής και πολύ σωστή απάντηση είναι η απόκλιση από τον κανόνα της γραμματικής (με τον όρο γραμματική εννοώ αυτό που ξέρουμε από το σχολείο ως γραμματική και συντακτικό). Οποιοδήποτε ορθογραφικό ξεστράτισμα, οποιαδήποτε παράβαση στη σύνταξη μιας πρότασης ή κάποια αλλοίωση στην μορφή των λέξεων χαρακτηρίζονται ως λάθη. Στην μαθητική μας ζωή μάς στοίχειωνε ο φόβος του κόκκινου στυλού (ουπς! Στυλού ή στυλό είναι άραγε το σωστό; Ή μήπως στιλού ή στιλό;)

Όσοι ασχολούνται συστηματικά με την μελέτη των λαθών στην γλώσσα έχουν μια διαφορετική προσέγγιση στο θέμα. Ποτέ δεν ρίχνουν την πέτρα του αναθέματος σε όποιον κάνει λάθη. Ποτέ δεν κρίνουν αρνητικά και δεν απαξιώνουν τον ομιλητή. Η εμφάνιση αποκλίσεων από τον κανόνα της γραμματικής μάς δείχνει ότι κάτι γίνεται στη γλώσσα, κάποια εσωτερική διεργασία θέτει σε κίνηση έναν μηχανισμό που δουλεύει πίσω από τις λέξεις και παράγει αποτελέσματα λίγο διαφορετικά από αυτά που θα αναμέναμε σύμφωνα με τους κανόνες των βιβλίων μας. Ένα κλασικό (ουπς! Μήπως κλασσικό είναι το ορθό;) παράδειγμα είναι η φράση «από ανέκαθεν». Οι λαθοθήρες και επίμονοι διορθωτές θα μάς πουν ότι η πρόθεση «από» δεν χρειάζεται, ότι είναι πλεονασμός επειδή η λέξη «ανέκαθεν» περιέχει το επίθημα «-θεν» που ούτως ή άλλως δηλώνει προέλευση. Οπότε η φράση αυτή συνιστά έναν σολοικισμό. Γιατί λοιπόν η συντριπτική πλειοψηφία των ομιλητών κάνει αυτό το λάθος; Η απάντηση δεν είναι δύσκολη: το επίθημα «-θεν» δεν είναι πλέον διάφανο ως προς την σημασία του, πιο απλά αν δεν μας υποδείξει κάποιος που ξέρει αρχαία ελληνικά τι σημαίνει, δεν μπορούμε να το καταλάβουμε. Έτσι ακολουθούμε την λογική και καταλήγουμε στο «από ανέκαθεν». 

Έχει πάντως ενδιαφέρον να πούμε ότι και οι αρχαίοι που γνώριζαν τι σημαίνει το «-θεν» δεν θεωρούσαν λάθος το «από ανέκαθεν». Συναντάμε αρκετές φορές στον Όμηρο φράσεις όπως «απ’ ουρανόθεν», «εξ ουρανόθεν», «από Τροιήθεν». Και στον Ησίοδο βρίσκουμε «εκ Διόθεν» και πολλές ακόμη περιπτώσεις που φτάνουν μέχρι τον Οδυσσέα Ελύτη ο οποίος γράφει στα «Ελεγεία της Οξώπετρας» «πάλι βγήκα εκεί που το κολύμπι μ’ έβγαζε απ’ ανέκαθεν». Τι είναι λοιπόν λάθος και τι σωστό; Η απάντηση τώρα περιπλέκεται αρκετά και σίγουρα θα πρέπει να βάλουμε στην εξίσωση και κοινωνικές παραμέτρους μιας και όποιος διορθώνει φαίνεται να επιχειρεί να ασκήσει ένα είδος εξουσίας πάνω σ’ αυτόν που κάνει το λάθος. Και η επιθυμία για διόρθωση υπαγορεύεται από μια ιδεολογία γύρω από την γλώσσα που τελικά μόνο γλωσσική δεν είναι. 

Αυτό σημαίνει ότι δεν πρέπει να διορθώνουμε τα λάθη όταν γίνονται; Και στην απάντηση της απορίας αυτής θα βάλουμε ένα σημαντικό περιορισμό. Το λάθος αξιολογείται διαφορετικά σε ένα επίσημο πλαίσιο όπου η γλώσσα πρέπει να ακολουθήσει την νόρμα και οι ομιλητές επιβάλλεται να συμμορφωθούν με τους κανόνες της κοινής νεοελληνικής. Στα γραπτά του σχολείου για παράδειγμα, σε ένα δημοσιογραφικό κείμενο ή σε ένα δημόσιο έγγραφο τα λάθη…απαγορεύονται. Διορθώνονται. Στην καθομιλουμένη όμως, σε ένα γραπτό μήνυμα στο κινητό προς ένα φίλο, σε ένα σύνθημα στον τοίχο τα λάθη εμφανίζονται και συνήθως δεν διορθώνονται. Πολλά μάλιστα απ’ τα λάθη αυτά με την πάροδο του χρόνου γίνονται τόσο μόνιμα που σε μεταγενέστερες εποχές τα νέα βιβλία της γραμματικής και τα λεξικά τα περιλαμβάνουν πλέον ως κανόνες! Είθισται να λέγεται πως «τα λάθη του σήμερα είναι τα σωστά του αύριο». Έτσι λοιπόν το απαρέμφατο «φιλείν» έγινε το γνωστό ουσιαστικό «φιλί», το «καταβαίνω» χάθηκε και το διαδέχτηκε το λανθασμένο «κατεβαίνω» και το «παντρεύομαι» αφορά άντρες και γυναίκες. Και τότε πολλοί διαμαρτύρονταν, αλλά τα λάθη επικράτησαν και σήμερα ούτε που τα αντιλαμβανόμαστε. 

Πού καταλήγουμε επομένως; Στην θεμελιώδη διαπίστωση ότι η γλώσσα αλλάζει, εξελίσσεται. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι φθείρεται και καταστρέφεται. Τα λάθη γίνονται εκεί που δημιουργείται κενό στους κανόνες, εκεί όπου οι ομιλητές λειτουργούν με το γλωσσικό τους αισθητήριο και παίρνουν την πρωτοβουλία να μιλήσουν και να γράψουν υπακούοντας σε μια εσωτερική παρόρμηση που συχνά υπαγορεύεται από τους δυο βασικότερους κανόνες της γλώσσας: την αναλογία και την έλξη. Και ναι, τα λάθη μάς επιτρέπουν να δούμε την αλλαγή αυτή εν τη γενέσει της. Λες και κάποιο αόρατο χέρι ανασηκώνει το καπάκι του ρολογιού και μπορούμε έτσι να δούμε τα γρανάζια να γυρίζουν και τον μηχανισμό που μετράει το αργό βάδισμα του χρόνου να κινείται νωχελικά και ρυθμικά. 

Σπύρος Χ. Μουστάκας 

Φιλόλογος, ΜΑ στην διδασκαλία της γλώσσας