Η γέννηση της ελληνικής γλώσσας

Ακούμε συχνά και διαβάζουμε (κυρίως στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης) διάφορες θεωρίες για την ελληνική γλώσσα, ότι δήθεν είναι η μητέρα όλων των γλωσσών, ότι πρώτοι οι Έλληνες έγραψαν, ότι η γλώσσα μας έχει θεϊκή καταγωγή και ότι δάνεισε πλήθος λέξεων αλλά δεν δανείστηκε ποτέ η ίδια. Όλοι αυτοί οι γλωσσικοί και αστικοί μύθοι δυστυχώς βρίσκουν μεγάλη απήχηση. Δεν πειράζει. Για την επιστήμη που προχωράει αργά και θέτει πολύ αυστηρές προδιαγραφές πριν αποφανθεί για κάτι τα πράγματα είναι ξεκάθαρα και δεδομένα. Και πάντα υπό διαπραγμάτευση.

Στο σημερινό σημείωμα θα επιχειρήσω να παρουσιάσω κάπως απλουστευτικά και πολύ σύντομα τα μέχρι στιγμής στοιχεία για την ελληνική γλώσσα και την δημιουργία της. Αυτά τα στοιχεία δεν προέκυψαν τυχαία και ευκαιριακά. Ούτε επηρεάζονται από ιδεολογικές προκαταλήψεις. Είναι προϊόν μακράς και επίπονης έρευνας που απασχολεί έδώ και δύο και πλέον αιώνες την επιστημονική κοινότητα. Δοκιμάστηκαν και δοκιμάζονται σε ακαδημαϊκού επιπέδου συζητήσεις, σε επιστημονικά συνέδρια και περιοδικά. Και διδάσκονται στα πανεπιστήμια όλου του κόσμου. 

Η ελληνική γλώσσα, λοιπόν, τεκμηριωμένα και αδιαμφισβήτητα ανήκει στην ινδοευρωπαϊκή γλωσσική οικογένεια. Αυτό σημαίνει ότι η γλώσσα μας συγγενεύει με άλλες γλώσσες που μιλήθηκαν σε μια πολύ εκτεταμένη γεωγραφική περιοχή που καλύπτει ένα μέρος από την Ινδία μέχρι και την Ευρώπη. Πότε όμως μιλήθηκε αυτή η γλώσσα και πώς είμαστε σίγουροι ότι η ελληνική συγγενεύει με γλώσσες όπως η λατινική, τα περσικά, τα σανσκριτικά (αρχαία ινδικά), τα αρχαία ιρλανδικά και πολλές ακόμη γλώσσες με τις οποίες εκ πρώτης όψεως καμία σχέση δεν έχουν;  Θα γυρίσουμε τον χρόνο πίσω. Πάμε στα 1783. Ο βρετανός William Jones, ευγενής με στιβαρή ακαδημαϊκή παιδεία, διορίζεται δικαστής στην Καλκούτα, στις Ινδίες. Μελετώντας πλήθος δικαστικών εγγράφων αλλά και θρησκευτικών κειμένων γραμμένων στην σανσκριτική διαπίστωσε ότι υπήρχε μεγάλος αριθμός λέξεων που έμοιαζαν με τις αντίστοιχες λατινικές και αρχαιοελληνικές. Αυτές οι παρατηρήσεις του έγιναν συστηματικές και κάπως έτσι άνοιξε ο δρόμος για την διατύπωση μιας θεωρίας (1796) που έκτοτε εξελίχθηκε σε ολόκληρο επιστημονικό οικοδόμημα.  

Για την ινδοευρωπαϊκή γλώσσα δεν έχουμε γραπτά κείμενα. Είναι μια γλώσσα “αποκατεστημένη”. Προέκυψε από την λεπτομερή μελέτη των συγγενών γλωσσών ακολουθώντας πολύ προσεκτικά βήματα και εφαρμόζοντας αυστηρούς νόμους που θεμελιώθηκαν χάρη στην συστηματική μελέτη. Στην ουσία η αποκατάστση αυτή μάς δίνει τις ρίζες των λέξεων και πιθανές ενδείξεις προφοράς. Όπως είπα και πριν ο όρος “ινδοευρωπαϊκή” είναι γεωγραφικός. Δεν έχει να κάνει με κάποια συγκεκριμένη εθνοτική ομάδα. Αναφέρεται στην περιοχή που συναντούμε γλώσσες που ανήκουν σ’ αυτήν την οικογένεια. Η αρχική κοιτίδα της μητέρας γλώσσας από την οποία προέκυψαν οι άλλες ινδοευρωπαϊκές δεν είναι εύκολο να βρεθεί. Εικάζεται ότι οι πρώτοι ομιλητές ξεκίνησαν από τις στέπες του Καυκάσου ή την περιοχή της Ανατολίας και μετακινήθηκαν σταδιακά. Αυτή η μετακίνηση επιβεβαιώνεται αρχαιολογικά καθώς ένα είδος προϊστορικής κεραμικής εμφανίζεται στην Ευρώπη. Εκτός από τις αρχαιολογικές μαρτυρίες υπάρχουν βέβαια και γλωσσικά στοιχεία που επιβεβαιώνουν την παραπάνω θεωρία, όπως είπα και παραπάνω. Και αυτά είναι οι κοινές λέξεις μεταξύ άσχετων φαινομενικά γλωσσών (π.χ εστί (ΑΕ), est(λατ.), ast(σανσκρ.).

Ένα τέτοιο φύλο μετακινήθηκε και προς την χερσόνησο που βρίσκεται η σημερινή Ελλάδα. Θεωρούμε πιθανή την περίοδο μετά το 3.000 π.Χ. Οι πληθυσμοί αυτοί κατεβαίνοντας προς την Ελλάδα προκάλεσαν μεγάλη αναστάτωση. Η εμφάνισή τους δεν ήταν ειρηνική. Και σ’ αυτή την περίπτωση η αρχαιολογική έρευνα είναι ξεκάθαρη. Η ανάμιξη αυτών των πληθυσμών με τους ντόπιους λαούς γέννησε τον ελληνικό πολιτισμό και την ελληνική γλώσσα. Και στα ομηρικά έπη φαίνεται αυτή η συνύπαρξη. Γράφει χαρακτηριστικά στην Οδύσσεια (τ 172-177): 

Μια χώρα, η Κρήτη, μέσα βρίσκεται στο πέλαο το κρασάτο,
περίσσια πλούσια, θαλασσόζωστη, πανώρια· πολιτείες
έχει ενενήντα· μύριοι, αρίφνητοι ζουν πάνω άνθρωποι, κι είναι
πολλές οι γλώσσες τους, ανάκατες. Θρέφει Αχαιούς η Κρήτη,
και βέρους Κρητικούς αντρόκαρδους, και Δωριείς, που ζούνε
σε τρεις φυλές, κι ακόμα Κύδωνες και Πελασγούς αρχόντους.
( Μετάφραση Καζαντζάκη-Κακριδή)

Και στην προγενέστερη Ιλιάδα Κ 428-429: 

πρὸς μὲν ἁλὸς Κᾶρες καὶ Παίονες ἀγκυλότοξοι
                καὶ Λέλεγες καὶ Καύκωνες δῖοί τε Πελασγοί,

Τα γλωσσικά κατάλοιπα των λαών που ζούσαν εδώ πριν την σαρωτική κάθοδο των ινδοευρωπαίων είναι αρκετά -και φυσικά δεν χωράνε στο σημείωμα αυτό. Λέξεις που έχουν το πρόσφυμα -νθ- (π.χ Κόρινθος, Ζάκυνθος, Ερύμανθος, ερέβινθος =ρεβίθι), ή το -σσ- (π.χ. Λάρισ(σ)α, κυπάρισσος, Ιλισσός, Κνωσσός κ.λπ), -μν- (π.χ. Λάρυμνα, Μήθυμνα κ.λπ) αλλά και λέξεις όπως η θάλασσα, ο χρυσός, ο οίνος, ο τόνος, η δάφνη, το ρόδον κ.ά δεν ετυμολογούνται σύμφωνα με την ελληνική γλώσσα. Δεν μπορούμε να βρούμε την ρίζα τους. Αλλά και με καμία άλλη από τις γνωστές γλώσσες δεν προκύπτει η ετυμολογία τους. Προφανώς πρόκειται για λέξεις που οι ινδοευρωπαίοι τις διατήρησαν και έτσι επιβίωσαν μέχρι και σήμερα. Ξέρουμε άλλωστε ότι τα τοπωνύμια δεν αλλάζουν ακόμη και όταν η περιοχή αλλάζει χέρια.

Οι επισημάνσεις αυτές, πολύ φτωχές σε σχέση με το υλικό που υπάρχει, δεν ακυρώνουν, όπως διαβάζουμε και πάλι σε διάφορες ιστοσελίδες, την αξία της ελληνικής γλώσσας. Τα ποιητικά, φιλοσοφικά και επιστημονικά έργα που γράφτηκαν και γράφονται στην γλώσσα μας είναι απαράμιλλης ποιότητας. Σε καμία περίπτωση η νηφάλια επιστημονική έρευνα δεν υπονομεύει την ταυτότητα και την αξία του πολιτισμού μας. Θα επανέλθω.   

Σπύρος Χ. Μουστάκας 

Φιλόλογος, ΜΑ στην διδασκαλία της γλώσσας