Είδαμε σε προηγούμενο σημείωμα (14/12/2024) ότι η γραφή συνδέεται κυρίως με την κρατική γραφειοκρατία και χρησιμοποιήθηκε ως επί το πλείστον εργαλειακά: για να διαφυλάξει τα οικονομικά αρχεία, για να διακηρύξει ιδεολογικές αρχές, για να καταλογογραφήσει εμπορικά ισοζύγια και συναλλαγματικές πράξεις.
Σήμερα θα δούμε μια άλλη, εντελώς διαφορετική προσέγγιση που θέλει την γραφή να γεννιέται σαν ένα μαργαριτάρι μέσα στο όστρακό του, προορισμένο να καλλωπίσει και να συμπληρώσει μιαν άλλη φυσική υπόσταση του ανθρώπου: αυτήν της αισθητικής και παιγνιώδους φύσης του.
Τα αρχαιολογικά και εθνογραφικά δεδομένα μάς δίνουν άφθονο υλικό για να στηρίξουμε την παραπάνω κάπως “ρομαντική” προσέγγιση. Ξεκινάμε με τους ρούνους. Στα αρχαία σκανδιναβικά έπη που λέγονται Έντα, οι ρούνοι είναι μαγικές επιγραφές χαραγμένες στο Ύγκντρασιλ, το δέντρο της ζωής από τις Νορν- πλάσματα που κρατούν στα χέρια τους την μοίρα των ανθρώπων. Το αλφάβητο που χρησιμοποιείται ονομάζεται φούθαρκ και είναι μια παραλλαγή του λατινικού με κάποιες ετρουσκικές πινελιές. Μάγια, ξόρκια, κατάδεσμοι, κατάρες, προφητείες και χρησμοί αποτυπώνονται σε αφθονία στους ρούνους. Εδώ η γραφή αφήνει την επικοινωνιακή της λειτουργία. Μπαίνει στον χώρο της μαγείας και του μεταφυσικού. Οχι ότι τέτοια κείμενα δεν υπάρχουν σε όλες τις γλώσσες του κόσμου, αλλά εδώ η γραφή υπηρετεί αποκλειστικά αυτή την λειτουργία. Δεν στοχεύει στην μετάδοση πληροφοριών, αλλά στην έκφραση της μεταφυσικής αγωνίας, στην εξωτερίκευση των παθών και στον έλεγχο της μοίρας.
Οι ρούνοι δεν είναι όμως η μόνη εναλλακτική περίπτωση. Η γραφή τιφινάγ που αποτυπώνει βερβερικές γλώσσες της φυλής των τουαρέγκ της βόρειας Αφρικής, χρησιμοποιείται εντελώς εκτός κράτους. Οι νομαδικές αυτές κοινότητες δεν έχουν συγκροτήσει κρατικό φορέα και η γραφή τους δεν έχει τις λειτουργίες που εμείς οι δυτικοί έχουμε συνηθίσει. Φαίνεται να έχει εφευρεθεί σαν ένα αστείο, σαν ένα παιχνίδι. Οι βερβέροι την χρησιμοποιούν στα παζλ, σε γκράφιτι σκόρπια εδώ κι εκεί, σε επιγραφές με παιγνιώδη χαρακτήρα. Εδώ η γραφή θυμίζει παιχνίδι. Αφήνει την επίσημη ενδυμασία της και τον αυστηρό βηματισμό της και πιάνει έναν ανάλαφρο ρυθμό που μοιάζει με χορογραφία.
Στην νοτιοδυτική Κίνα, στους πρόποδες των Ιμαλαϊων οι Νάξι, μια εθνοτική μειονότητα που ζει ανάμεσα στους Θιβετιανούς γείτονές τους, εφηύραν μια γραφή για να αποτυπώσουν τα θρησκευτικά τους κείμενα. Η γραφή αυτή ονομάζεται ντόγμπα και είναι ένα λογοσυλλαβικό σύστημα, πολύ εικονιστικό. Η χρησιμιμότητά της φαίνεται να βρίσκεται στο ότι λειτουργεί σαν συνδετικός κρίκος των Νάξι, έχει μια καθαρά πολιτισμική λειτουργία που ενισχύει το αίσθημα της κοινότητας, διαχωρίζει τα μέλη της από την κινεζική πλειοψηφία και δηλώνει μια ξεχωριστή ταυτότητα μέσα στην κυρίαρχη εθνική οντότητα των κινέζων. Κάτι σαν νησίδα μέσα στον ωκεανό. Και υπόσταση τής δίνει η γραφή.
Για εμάς που ανατραφήκαμε με την κουλτούρα του δυτικού πολιτισμού και έχουμε βουτήξει στην ψηφιακή ζωή των social media η γραφή είναι αναπόσπαστα δεμένη με πρακτικές, λειτουργικές και άκρως χρηστικές εφαρμογές. Δύσκολα μπορούμε να φανταστούμε ότι ένας πολιτισμός μπορεί να χρησιμοποιήσει την γραφή ως παιχνίδι. Ακόμη πιο δύσκολα μπορούμε να φανταστούμε μια κοινότητα χωρίς γραφή, αλλά γύρω μας έχουμε άφθονα παραδείγματα (βλαχική, ρομανί).
Συμπέρασμα: κρατική οργάνωση και γραφή μοιάζουν με προξενιό. Μπορούν να προχωράνε χέρι χέρι, αλλά η ταύτισή τους είναι μια ατελής αντιστοίχιση. Η καρδιά της γραφής χτυπάει στον εγκέφαλο και στην φαντασία, στην ανάγκη να γαντζωθούμε στη γη που μας στηρίζει, στην ύστατη ανάγκη να δώσουμε σ’ εμάς, στα πράγματα που μας περιβάλλουν και σ’ εκείνα που είναι μακριά, στο επέκεινα και στον αόρατο μακρόκοσμο μιαν υπόσταση. Στην ανάγκη εν τέλει να παίξουμε και να ξεγελάσουμε τον χρόνο.
Φιλόλογος, ΜΑ στην διδασκαλία της γλώσσας