Παιχνίδια, κουραμπιέδες και μελομακάρονα

Είδαμε στο προηγούμενο σημείωμα (21/12/2024) κάποιες λίγες γλωσσικές επισημάνσεις για τα κάλαντα. Σήμερα θα επιχειρήσω να ιχνηλατήσω την διαδρομή τριών λέξεων που είναι ταυτόσημες με το πνεύμα των ημερών: παιχνίδια, κουραμπιέδες και μελομακάρονα. Μέρες που είναι, δικαιολογείται μια μικρή απόκλιση από την σειρά των κειμένων που προηγήθηκαν και ασχολήθηκαν με το γλωσσικό φαινόμενο, την γένεση και την εξέλιξή του.  

Η λέξη “παιχνίδι” θα έλεγε κανείς ότι έχει μαγικές ιδιότητες. Κάνει τα μάτια των μικρών να στραφταλίζουν- και το κεφάλι των μεγάλων να σπάει τι να διαλέξουν. Η ιστορία της χάνεται βαθιά στον χρόνο. Διαβάζουμε στο ζ 100 της Οδύσσειας ότι η Ναυσικά και οι φίλες της “σφαίρῃ ταί γ᾽ ἄρα παῖζον” ενώ η περίφημη αττική σύνταξη γνωστή από τη φράση “τα παιδία παίζει” εξακολουθεί να κάνει λαμπρή καριέρα στις σχολικές αίθουσες. Ίσως η αρχική σημασία του ρήματος παίζω να σήμαινε “παιδιαρίζω/συμπεριφέρομαι σαν παιδί”. Ήδη όμως στα ομηρικά χρόνια καθιερώθηκε σε φράσεις όπως “παίζω μουσικά όργανα”, “παίζω πεσσούς/κύβους”, αλλά και πειράζω κάποιον, τον κοροϊδεύω. Πάντως την λέξη “παιχνίδι” ως ουσιαστικό την πρωτοσυναντάμε στα κλασικά χρόνια με την μορφή παίγνιον. Η γραφή παίχνιον (με το συμφωνικό σύμπλεγμα -χν-) εμφανίζεται αργότερα, στα ελληνιστικά χρόνια. Σήμερα πάντως είναι σε χρήση και οι δύο τύποι (παιχνίδι αλλά και παίγνιο). Το παίγνιο επιβιώνει σε πιο λόγια γλωσσικά περιβάλλοντα, όπως “λογοπαίγνιο”, “θεωρία των παιγνίων”. 

Το ενδιαφέρον είναι ότι η λέξη “παιχνίδι” παραπέμπει και στα αντικείμενα με τα οποία παίζουμε αλλά και στην δραστηριότητα, ενώ η αγγλική γλώσσα διαχωρίζει τους όρους έχοντας σε χρήση την λέξη toy για την πρώτη σημασία και game για την δεύτερη. 

Οι κουραμπιέδες, για να περάσουμε στην επόμενη στάση στην σημερινή γλωσσική διαδρομή, μάλλον είναι δάνειο από την τουρκική λέξη kurabiye που πέρασε στην τουρκική γλώσσα από την περσική λέξη gülābiye μέσω των αραβικών. Στην γλώσσα μας προστέθηκε η λαϊκή κατάληξη -ές κι έτσι εντάχθηκε στο ελληνικό κλιτικό σύστημα. Και κάπως έτσι σωθήκαμε από μια πρόταση να ονομαστεί το γλύκισμα “αλευράχνη”, όπως είχε προταθεί. Το αφράτο αυτό έδεσμα με την βαθιά βουτυρένια γεύση και την επικάλυψη της άχνης ζάχαρης δεν είναι βέβαια η μόνη σημασία της λέξης. Οι λεξικογράφοι μάς πληροφορούν ότι κουραμπιές παλιότερα λεγόταν ο νωθρός και άβουλος άντρας, ο απόλεμος στρατιώτης, αυτός που σήμερα στην στρατιωτική αργκό λέγεται “γιωτάς”. Για την σημασία αυτή δεν είναι εύκολο να βρούμε τις απαρχές της. Ο Ν. Σαραντάκος, απ’ το ιστολόγιο του οποίου αντλείται το σημερινό υλικό, εικάζει ότι ο απόλεμος στρατιωτικός ονομάστηκε κουραμπιές επειδή ήταν ωραίος στην όψη αλλά εύθραστος στο φρόνημα. Είναι πολύ πιθανό μάλιστα ο όρος να χρησιμοποιούνταν ήδη κατά την διάρκεια του ελληνοτουρκικού πολέμου το 1897, όπως φαίνεται από την εμφάνισή του σε κείμενα της εποχής ή και λίγο μεταγενέστερα. 

Κλείνω με το έτερον ήμισυ του κουραμπιέ, το μελομακάρονο. Τα λεξικά δεν φαίνεται να συμφωνούν και πολύ για την προέλευση της λέξης. Το πρόβλημα εντοπίζεται κυρίως στο β’ συνθετικό της λέξης καθώς το μέλι ως α’ συνθετικό είναι ξεκάθαρο και εύκολα δικαιολογείται μιας και είναι το βασικό συστατικό του εν λόγω γλυκίσματος. Με το μακαρόνι όμως τα πράγματα είναι κάπως θολά. Κατά μία εκδοχή- με επιφυλάξεις βέβαια- η μεσαιωνική ελληνική λέξη μακαρωνία ταξίδεψε στην Ιταλία και έδωσε το γνωστό σε όλους μας μακαρόνι (maccheroni/macaroni), το οποίο επέστρεψε ως αντιδάνειο. Η μεσαιωνική μακαρωνία ήταν ζυμαρικό που έδιναν  στο σπίτι του πεθαμένου και συνδεόταν μάλλον με την μακαρία των αρχαίων, ένα είδος ψυχόπιτας με την οποία μακάριζαν τον νεκρό. Κατά μία λοιπόν εκδοχή ένα τέτοιο κομμάτι που προσφερόταν στις κηδείες βουτήχτηκε στο μέλι- που ήδη από τα ομηρικά χρόνια σχετιζόταν με ταφικά έθιμα- και κάπως έτσι προέκυψε το μελομακάρονο. Αυτή είναι η ελληνοπρεπής εκδοχή της ετυμολόγησης της λέξης μακαρόνι. Για την προέλευση πάντως της λέξης υπάρχουν και άλλες ερμηνείες με αναγωγή σε ιταλικές λέξεις. 

Δεν ξέρω αν οι γλωσσολόγοι θα μας δώσουν κάποια οριστική απάντηση στην ετυμολόγηση του μελομακάρονου. Είμαι όμως βέβαιος ότι η παλιά διαμάχη στο δίλημμα κουραμπιές ή μελομακάρονο θα συνεχιστεί και στο μέλλον, εγγύς και απώτερο. Και είμαι ακόμη πιο βέβαιος ότι τα παιδιά θα έχουν ανάγκη το παιχνίδι όσο η διψασμένη γη το νερό. 

Σπύρος Χ. Μουστάκας 

Φιλόλογος, ΜΑ στην διδασκαλία της γλώσσας