Οι μέρες που έρχονται, γιορτινές και ευφρόσυνες -μακάρι για όλους- έχουν ταυτιστεί με τα κάλαντα, άσματα ευχετήρια, εγκωμιαστικά και εορταστικά που ψάλλονται συνήθως από παιδιά. Γυρίζουν στις γειτονιές, σαν “τα χειμερινά στρουθία”(=σπουργίτια) κατά την έκφραση του Παπαδιαμάντη, με το μεταλλικό τρίγωνο στο χέρι, χτυπούν την πόρτα των σπιτιών και των καταστημάτων και τραγουδούν και εύχονται εισπράττοντας τον οβολό του νοικοκύρη μαζί και τις ευχές του.
Οι λατινομαθείς αμέσως θα αναγνωρίσουν την λατινική προέλευση της λέξης Calendae. Το κυνήγι της ετυμολογίας μάς στέλνει στο ρήμα calo(=διακηρύσσω) αλλά μέχρι εκεί. Πιο πέρα το έδαφος γίνεται ολισθηρό και ο κίνδυνος ετυμολογικών ακροβασιών μπορεί να μάς παγιδέψει. Στο ρωμαϊκό ημερολόγιο οι calendae δηλώνουν την πρώτη ημέρα κάθε μήνα. Στα ελληνικά τα κάλαντα γρήγορα κατέληξαν να σημαίνουν και την πρωτοχρονιά.
Τα κάλαντα τα συναντάμε σε πάρα πολλές παραλλαγές. Στους στίχους τους ακούμε την ομιλούσα λαϊκή ψυχή και την πηγαία δημώδη δημιουργία των ανθρώπων της υπαίθρου. Όπου μιλιέται ή μιλήθηκε η ελληνική βρίσκουμε και κάλαντα. Στους στίχους τους αναγνωρίζουμε κλασικές έμμετρες θρησκευτικές αφηγήσεις να “παντρεύονται” με τελετουργικές και συμβολικές διατυπώσεις απεικονίζοντας τον σπινθηροβόλο διαλεκτικό πλούτο της ελληνικής. Επειδή μάλιστα ψάλλονται από παιδιά και η εκμάθησή τους εντοπίζεται κυρίως στο σπίτι και σε αυτοδίδακτες πρακτικές μεθόδους η γλωσσική ποικιλομορφία είναι σχεδόν αθησαύριστη. Χαρακτηριστικό είναι ότι οι καλαντιστές πολλές φορές βρίσκονται μπροστά σε ένα είδος αμηχανίας που τους προκαλεί το άγνωστο ή ακατανόητο λεξιλόγιο και στο σημείο εκείνο χαμηλώνουν την ένταση της φωνής, “μασάνε” τα λόγια τους και πνίγουν την καθαρή άρθρωση. Διαβάζουμε σε σχετική ανάρτηση του ακαδημαϊκού Χ. Χαραλαμπάκη: “Χαρακτηριστική είναι η έκφραση ζαχαροκάντιο ζυμωτή αντί ζαχαροκαντιοζύμωτη «που είναι ζυμωμένη με ζάχαρη». Το επίθετο ζαχαροκαρδιοζύμωτη- που συναντάμε συχνά- επιβεβαιώνει την άγνοια της λέξης κάντιο η οποία στα μεσαιωνικά χρόνια δήλωνε την κρυσταλλοποιημένη ζάχαρη”.
Εντυπωσιακή είναι και η πληθώρα των σύνθετων λέξεων και των νεολογισμών που περιέχουν. Η λαϊκή μούσα είναι πολύ ευρηματική στα παινέματα κυρίως προς το σπίτι στην πόρτα του οποίου τραγουδά η παιδική κομπανία αλλά και προς τους αφέντες του. Μόνο για την “κυρά” και τον “κύρη” χρησιμοποιούνται δεκάδες κοσμητικά επίθετα. Οι καλαντιστές θέλουν να τους κολακέψουν και να εκφράσουν την ευγνωμοσύνη τους και δεν τσιγκουνεύονται στους επαίνους. Όπως επίσης δεν φείδονται και στις ειρωνικές και σκωπτικές “επιθέσεις” όταν δεν ανταμείβονται όπως επιθυμούν…
Όπως είπα και παραπάνω, τα κάλαντα είναι δημώδες άσμα. Και οι κανόνες της γραμματικής σ’ αυτές τις περιπτώσεις κατά κανόνα δεν εφαρμόζονται. Γι’ αυτό και δεν λείπουν και οι ασυνταξίες ή οι δυσερμήνευτες φράσεις, όπως το “εκκλησιά με τ’ άγιο θρόνος”. Ειδικά στα κάλαντα των Φώτων βρισκόμαστε μπροστά σε μεγάλη αμηχανία κάτι που έκανε και τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη να τα χαρακτηρίσει στα Αγιοβασιλιάτικα (1888) ως “αφελή και κακόφωνα ραψωδήματα”.
Στην ορθόδοξη λαϊκή παράδοση- με την οποία παρεμπιπτόντως είναι άρρηκτα δεμένα τα κάλαντα- η σχέση μας με τους αγίους είναι πολύ προσωπική, τους νιώθουμε δικούς μας, τους μιλάμε, τους εκμυστηρευόμαστε τα εσώψυχά μας σαν σε φίλους. Πολύ χαρακτηριστική είναι ως προς αυτό η προσφώνηση “Άγιε μου καλέ Βασίλη” με το επίθετο να δείχνει μια μεταμορφωτική τρυφερότητα, ένα είδος εγγυημένης οικειότητας η οποία κάποτε διολισθαίνει σε ιλαρότητα, όπως φαίνεται από το απόσπασμα των καλάντων της Μυκόνου:
Άγιος Βασίλης έρχεται και στο ντουλάπι πάει
να βρει τα ξεροτήγανα να κάτσει να τα φάει.
Όπως έγραψα και στην αρχή, τα κάλαντα είναι ευχετήρια άσματα με βαθιές ρίζες στο δημοτικό τραγούδι. Συνήθως ξεκινούν με ευχές (Καλήν εσπέραν άρχοντες), στην συνέχεια ψάλλουν το χαρμόσυνο γεγονός που εορτάζεται ή πρόκειται να έλθει. Φυσικό κι επόμενο είναι να τελειώνουν πάλι με ευχές:
Σ’ αυτό το σπίτι που ’ρθαμε πέτρα να μη ραΐσει
κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χίλια χρόνια να ζήσει!
Ο νοικοκύρης δίνει το φιλοδώρημά του, πότε χρήματα, πότε ένα γλυκό δώρημα. Ευχές εκατέρωθεν. Στου κύκλου τα γυρίσματα η επαναληπτικότητα δίνει μια αίσθηση νίκης της κακής μοίρας και της μηδαμινότητας του ανθρώπου στο χρόνο. Η γλώσσα των καλαντιστών επιτελεί τελετουργικά τον εξαγνισμό και επικυρώνει την ελπίδα να τα ξαναπούνε “και του χρόνου!”.
Φιλόλογος, ΜΑ στην διδασκαλία της γλώσσας