Πώς γεννήθηκε η γλώσσα; 

Η πρώτη απορία που εύλογα γεννιέται όταν σκεφτούμε στοιχειωδώς για την γλώσσα είναι πώς αυτή δημιουργήθηκε. Πότε και κάτω από ποιες συνθήκες ξεκίνησε ο άνθρωπος να μιλάει; Όσο απλά και πρωταρχικά όμως είναι αυτά τα ερωτήματα άλλο τόσο δύσκολο είναι να απαντηθούν. Και η επιστήμη της γλώσσας θα ήταν ανήμπορη να δώσει την παραμικρή έστω απάντηση αν δεν συνεργαζόταν με πλήθος άλλων επιστημών.  

Η επικρατέστερη υπόθεση αυτή την στιγμή είναι ότι η γλώσσα είναι περισσότερο βιολογικό φαινόμενο και λιγότερο πολιτισμικό. Δηλαδή ο άνθρωπός έχει από την φύση του όργανα στο σώμα και περιοχές στο μυαλό που προορίζονται αποκλειστικά για την παραγωγή λόγου. Αυτοί οι μηχανισμοί τελειοποιούνται σε όλους τους ανθρώπους στα πρώτα χρόνια της ζωής τους- αν δεν υπάρχουν γενετικές ανωμαλίες ή παθολογικά αίτια γενικότερα. Επιπλέον, η συγκριτική μελέτη γλωσσών άσχετων μεταξύ τους δείχνει ότι όλες οι γλώσσες, ανεξάρτητα από το πολιτισμικό επίπεδο του λαού που τις μιλάει, υπακούν σε περίπλοκους γραμματικούς κανόνες και σε κάποιες καθολικές αρχές που μάλλον αντανακλούν ένα είδος βιολογικής προδιάθεσης. Τέλος,  τα όργανα που είναι υπεύθυνα για την άρθρωση και την αντίληψη των γλωσσικών ήχων έχουν τόση ακρίβεια και ταχύτητα στον συγχρονισμό με άλλους βιολογικούς μηχανισμούς, ώστε να φαίνεται πως είναι διαμορφωμένα μόνο για γλωσσικούς σκοπούς. Βλέπουμε επομένως ότι οι επιστήμες που μελετούν τον εγκέφαλο, την ανάπτυξη του σώματος, το νευρικό σύστημα και γενικά την βιολογική μας διαμόρφωση έχουν ρίξει αρκετό φως στο μυστήριο της γέννησης της γλώσσας και τεκμηριώνουν πειστικά την βιολογική της προτεραιότητα.  

Αν όμως βάλουμε στο κάδρο μας την παραδοχή ότι οι βιολογικοί μηχανισμοί που τα έμβια όντα έχουν αναπτύξει συνδέονται άμεσα με το περιβάλλον και την προσαρμογή τους σ’ αυτό και αν γενικότερα  ακολουθήσουμε την μέχρι στιγμής ισχυρότερη θεωρία ότι η εξέλιξη των ειδών είναι αποτέλεσμα φυσικών επιλογών, τότε ποια ακριβώς βιολογική ανάγκη καλύπτει ένα τόσο περίπλοκο σύστημα όπως η γλώσσα; Ποια φυσική επιλογή ικανοποιεί η ανάπτυξη της γλώσσας; Ή για να το πούμε πιο απλά: πώς βοήθησε η γλώσσα στην επιβίωση του ανθρώπινου είδους; Κι εδώ  οι απαντήσεις στα ερωτήματα γίνονται πιο δύσκολες. Την σκυτάλη τώρα παίρνουν οι γλωσσολόγοι. Και απ’ ό,τι φαίνεται κάτι έχουν να μας απαντήσουν.  

Μας λένε, λοιπόν, ότι η γλώσσα είναι ένα συμβολικό σύστημα σημείων που το χαρακτηρίζει η αυθαιρεσία, η μετάθεση, η παραγωγικότητα και η πολυλειτουργικότητα. Εκτός από συμβολικά υπάρχουν και εικονικά και δεικτικά συστήματα σημείων. Ας τα εξετάσουμε για να λυθούν και οι απορίες. Ένα δεικτικό σύστημα είναι αυτό που μας πληροφορεί για κάτι μέσω ενδείξεων (π.χ. ο καπνός δείχνει ύπαρξη φωτιάς). Εικονικό είναι το σύστημα που μας πληροφορεί μέσω της ομοιότητας για κάτι (π.χ. βλέπω την φωτογραφία της φωτιάς και αντιλαμβάνομαι την φωτιά). Η γλώσσα όμως δεν μας μεταδίδει μηνύματα με αυτούς τους δύο τρόπους. Λειτουργεί συμβολικά. Αυτό σημαίνει ότι οι λέξεις που ακούμε ή διαβάζουμε συνδέονται στο μυαλό μας με έννοιες (π.χ. ακούω την λέξη “φωτιά” και καταλαβαίνω τι ακριβώς είναι χωρίς να χρειάζεται να την δω).   

Στα πλαίσια λοιπόν αυτής της συμβολικής ιδιότητας που έχει η γλώσσα οι λέξεις έχουν μια αυθαίρετη, μια τυχαία σχέση με τις έννοιες- εκτός από κάποιες λίγες λέξεις (π.χ. νιαουρίζω). Η λέξη “φωτιά” για παράδειγμα αποδίδει αυτό που σημαίνει χωρίς να υπάρχει κάποια κρυφή ή εσωτερική σχέση με την πραγματική φωτιά. Τυχαία λέγεται φωτιά. Και συμβατικά όλοι μας χρησιμοποιούμε αυτή την λέξη. Η μετάθεση έχει να κάνει με την ικανότητα που έχουμε να μιλάμε για πράγματα, γεγονότα ή έννοιες που δεν είναι παρόντα, που δεν τα βλέπουμε μπροστά μας. Για παράδειγμα όλοι μπορούμε να μιλήσουμε για μια πυρκαγιά που καίει κάπου αλλού και να μας καταλάβουν. Η παραγωγικότητα μάς επιτρέπει να χρησιμοποιούμε τους κανόνες της γλώσσας που γνωρίζουμε και να παράγουμε ατελείωτες εκφράσεις. Γινόμαστε δηλαδή δημιουργικοί και δεν αναπαράγουμε απλώς κάτι που ακούσαμε ή διαβάσαμε. Και, τέλος, η πολυλειτουργικότητα μάς επιτρέπει όχι μόνο να μεταφέρουμε πληροφορίες με την γλώσσα αλλά ακόμη να δίνουμε διαταγές, να ασκούμε εξουσία, να αποδεχόμαστε ή να αποκλείουμε στην ομάδα άλλα μέλη κλπ.  

Οι παραπάνω ιδιότητες είναι που κάνουν την γλώσσα συμβολικό σύστημα και που την ξεχωρίζουν από τα γλωσσικά συστήματα των ζώων. Αυτό το πλεονέκτημα που έχει λοιπόν η ανθρώπινη γλώσσα συνδέεται μάλλον με την φυσική ανάγκη του ανθρώπου να προσαρμόζεται διαρκώς σε νέα περιβάλλοντα μιας και άλλαζε διαρκώς τόπους διαβίωσης. Έπρεπε, επομένως, να επεξεργάζεται γρήγορα και με ακρίβεια τα περιβαλλοντικά ερεθίσματα ώστε να εξασφαλίζεται η επιβίωση της κοινωνικής ομάδας στην οποία ανήκε. Η γλώσσα λειτουργούσε ως ένα είδος προστατευτικού δεσμού που εξασφάλιζε συνοχή στην ομάδα, επέτρεπε την άμεση αναπαράσταση κινδύνων ή ζωτικής σημασίας εννοιών, όπως τροφή, αλλά ρύθμιζε και τις σχέσεις μεταξύ των μελών ώστε να διατηρείται ένα είδος ισορροπίας και να κατανέμονται ευθύνες και υποχρεώσεις. Συνεπώς, οι φυσικές επιλογές που το ίδιο το περιβάλλον επέβαλλε και η διαρκής προσπάθεια του ανθρώπου για προσαρμογή μέσω μιας εξέλιξης που κράτησε εκατομμύρια χρόνια οδήγησαν στην ανάπτυξη βιολογικών σχηματισμών που επέτρεψαν την γέννηση της γλώσσας.  

Η ερμηνεία που προηγήθηκε για το πώς γεννήθηκε η γλώσσα είναι η ισχυρότερη μέχρι στιγμής. Και το γεγονός ότι στηρίζεται σε υλικό που προέρχεται από πολλές επιστημονικές περιοχές την κάνει ακόμη πιο δυνατή.  

Σπύρος Χ. Μουστάκας 

Φιλόλογος, ΜΑ στην διδασκαλία της γλώσσας