Ε. Λιακούλη :«Θεσμική ανάγκη o ανοιχτός διάλογος,  για την Εκκλησιαστική Δικαιοσύνη»

Στην επιστημονική διημερίδα με θέμα «Εκκλησιαστική Δικαιοσύνη και Εκκλησιαστικά Δικαστήρια» που διοργάνωσε στη Λάρισα η Ιερά Μητρόπολη Λαρίσης και Τυρνάβου, ο Δικηγορικός Σύλλογος Λάρισας και η Εταιρεία Εκκλησιαστικού και Κανονικού Δικαίου, συμμετείχε η Τομεάρχης Δικαιοσύνης, Θεσμών & Διαφάνειας του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ και βουλευτής Λάρισας, Ευαγγελία Λιακούλη.

Στο σύντομο χαιρετισμό που πραγματοποίησε, η Ευαγγελία Λιακούλη τόνισε τα εξής:

«Είναι μεγάλη τιμή και χαρά για μένα να παρευρίσκομαι στην επιστημονική διημερίδα που διοργανώνεται  στην πόλη μας, από την Ιερά Μητρόπολη Λαρίσης και Τυρνάβου, σε συνεργασία με το Δικηγορικό Σύλλογο Λάρισας και την Εταιρεία Εκκλησιαστικού και Κανονικού Δικαίου.

Η πρωτοβουλία αυτή του Μητροπολίτη μας, που πηγάζει από την πολυσχιδή δραστηριότητά του αλλά και από την ιδιότητά του ως έγκριτου νομικού , όσο και η στήριξη του Προέδρου του ΔΣΛ, που είναι ένα θεσμικό πρόσωπο με ανοιχτό, συνεργατικό και ανήσυχο πνεύμα, προσθέτει μόνο θετικά στην τοπική κοινότητα.

Η εκκλησιαστική δικαιοσύνη, έχει μια ιδιαίτερη σημασία για την ελληνική κοινωνία και το σώμα της Εκκλησίας.

Διαφυλάσσει τα εκκλησιαστικά έννομα αγαθά, προχωρώντας σε δρόμους παράλληλους με την τακτική δικαιοσύνη, σε πνεύμα συνεργασίας και κοινών αρχών.

Τα εκκλησιαστικά δικαστήρια εφαρμόζουν το εκκλησιαστικό δίκαιο και τους ιερούς κανόνες της Εκκλησίας και το κρίσιμο διακύβευμα είναι η διασφάλιση των όρων και των αρχών ώστε η εκκλησιαστική δίκη να είναι μια δίκαιη δίκη.

Τα εκκλησιαστικά δικαστήρια, οφείλουν να διέπονται από αμεροληψία, αντικειμενικότητα και άοκνη θέληση διάγνωσης της αλήθειας. Λειτουργώντας έτσι στο πλαίσιο του νόμου και προασπίζοντας τα ανθρώπινα δικαιώματα και τα κατοχυρωμένα δικαιώματα των Ελλήνων πολιτών, απολαμβάνουν το σεβασμό και την εμπιστοσύνη κληρικών και λαϊκών, ότι οι αποφάσεις τους αποτυπώνουν τη δικαιοσύνη.

Σε επίπεδο Πολιτείας, η εκκλησιαστική δικαιοσύνη χρειάζεται ένα κατάλληλο θεσμικό πλαίσιο, που θα της επιτρέπει να επιτελεί το έργο της σύμφωνα με τις αρχές του δικαίου και τους κανόνες της Εκκλησίας.

Είναι αλήθεια ότι ο ν. 5383/1932 κοντεύει να συμπληρώσει έναν αιώνα ζωής. Ένας νόμος που αυτονόητα αποτυπώνει τα δεδομένα της εποχής του.Καταφέρνει εν τούτοις μέχρι σήμερα να ισχύει, να εφαρμόζεται και να λειτουργεί.

Σήμερα όμως, η εξέλιξη των εκκλησιαστικών θεσμών και η σύγχρονη λειτουργία τους δεν μπορεί να παραγνωρίζεται και είναι αναγκαίο να συμπλέει με τη λοιπή νομοθεσία.

Άλλωστε η εκκλησιαστική νομοθεσία και οι αποφάσεις των εκκλησιαστικών δικαστηρίων δεν είναι κάτι μακρινό από την τακτική δικαιοσύνη, την ελληνική Πολιτεία και κοινωνία. Ενδεικτικά να αναφέρω ότι το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο της χώρας , το Συμβούλιο της Επικρατείας,  πολύ συχνά καλείται να ερμηνεύσει και να εφαρμόσει τον νόμο περί των Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων,  με αποφάσεις του,  κάθε φορά που προσφεύγουν σε αυτό κληρικοί ή μοναχοί για την ακύρωσητων αποφάσεων των Συνοδικών Δικαστηρίων της Εκκλησίας της Ελλάδος, ενώ ταυτόχρονα, κενά που εμφανίζονται πχ  στο εκκλησιαστικό ποινικό δίκαιο, καλύπτονται με ανάλογη εφαρμογή του ουσιαστικού ποινικού δικαίουκαιστηνδικονομίαμε την εφαρμογή του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας.

Χρειάζεται λοιπόν σήμερα η Εκκλησία μας και η εκκλησιαστική δικαιοσύνη ένα επικαιροποιημένο θεσμικό πλαίσιο, που θα αποτυπώνει τα σύγχρονα δεδομένα, με σεβασμό φυσικά στο Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ.

Η προσπάθεια που είχε γίνει το 1987, με την σύνταξη του Σχεδίου νόμου για την εκκλησιαστική δικαιοσύνη του αείμνηστου καθηγητή εκκλησιαστικού δικαίου Χαράλαμπου Παπαστάθη, έμεινε στη μέση.

Υποβλήθηκε στην επιτροπή μελέτης σχέσεων πολιτείας και εκκλησίας η οποία είχε συσταθεί με την απόφαση του τότε Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων Αντώνη Τρίτση, αλλά η επιτροπή δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει το έργο της.

Ήταν μια πρόταση που περιελάμβανε σημαντικές καινοτομίες, όπως η συμμετοχή τακτικού δικαστή στα εκκλησιαστικά δικαστήρια, η παρουσία συνηγόρων σε όλες τις διαδικαστικές πράξεις της δίκης, η απονομή στους κατηγορουμένους των δικαιωμάτων που έχουν οι κατηγορούμενοι στα ποινικά δικαστήρια και πολλές άλλες.

Βρισκόμαστε πλέον στο 2024 και αποτελεί καθήκον της Πολιτείας και όλου του πολιτικού συστήματος να διασφαλίσουν λοιπόν τον εκσυγχρονισμό της νομοθεσίας, σε διαβούλευση και συνεργασία με την Εκκλησία της Ελλάδος ώστε η Εκκλησιαστική δικαιοσύνη να επιτελεί ακόμα πιο αποτελεσματικά το έργο της.

Αναμένουμε με εξαιρετικό ενδιαφέρον τις τοποθετήσεις των διακεκριμένων εισηγητών που κοσμούν με την συμμετοχή τους τη διημερίδα.

Εύχομαι καλή συνέχεια στις εργασίες της διημερίδας, η οποία προσδοκούμε να αποτελέσει θεσμό για την πόλη μας».