Αυτή είναι η μεγαλύτερη λέξη της ελληνικής γλώσσας με 172 γράμματα!

H μεγαλύτερη λέξη στην ελληνική γλώσσα και ίσως και στον κόσμο ανήκει σε κείμενο του Αριστοφάνη.

Η λέξη, αποτελείται από 172 γράμματα, 27 συνθετικά και 78 συλλαβές και αποτελεί πραγματικό γλωσσοδέτη τόσο στο νόημα όσο και στην προφορά.

Η λέξη η οποία βρίσκεται στις «Εκκλησιάζουσες» του Αριστοφάνη (στίχοι 1169- 1175), θα δυσκολέψει ακόμη και τους πιο ενθουσιώδεις με τα αρχαία ελληνικά και είναι η ακόλουθη:

«λοπαδο­τεμαχο­σελαχο­γαλεο­κρανιο­λειψανο­δριμ­υπο­τριμματο­σιλφιο­καραβο­μελιτο­κατακεχυ­μενο­κιχλ­επι­κοσσυφο­φαττο­περιστερ­αλεκτρυον­οπτο­κεφαλλιο­κιγκλο­πελειο­λαγῳο­σιραιο­βαφη­τραγανο­πτερύγων».

Μέσα σε 172 γράμματα, ο Αριστοφάνης εκμεταλλευόμενος την ευχέρεια της ελληνικής γλώσσας να σχηματίζει πολυσύλλαβες λέξεις, περιγράφει μια ολόκληρη φανταστική συνταγή μαγειρικής, η οποία περιλαμβάνει ένα συνονθύλευμα τροφών.

Ο Αριστοφάνης, ο πρώτος από τους κωμικούς ποιητές στην αρχαιότητα και πατέρας της αττικής κωμωδίας, που θεωρείται ο πιο μεγάλος αρχαίος θεατρικός συγγραφέας κωμωδιών, γεννήθηκε περί το 450 π.Χ. και πέθανε το 385 π.Χ.

Βιογραφικά Στοιχεία του Αριστοφάνη

Ο χρόνος που γεννήθηκε ο μεγαλύτερος κωμικός ποιητής της αρχαιότητας δεν είναι γνωστός. Άλλοι τον τοποθετούν στο 453 π.Χ. άλλοι στο 452 π.Χ. και άλλοι στο 445 π.Χ. Ήταν γιος του Φιλίππου και της Τηνοδώρας, από το δήμο των Κυδαθηναίων -συνδημότης του Κλέωνα του μεγάλου του αντιπάλου- και ανήκε στην Πανδιονίδα φυλή. Τον έλεγαν Αιγινίτη και του αμφισβήτησαν τα δικαιώματά του σαν γνήσιου Αθηναίου πολίτη. Η ονομασία Αιγινήτης προήλθε από το εξής γεγονός: όταν οι Αθηναίοι πήραν την Αίγινα το 430 π.Χ. τη μοίρασαν σε κληρούχους πολίτες τους.

Ένας απ’ αυτούς ήταν και ο πατέρας του ποιητή που εγκαταστάθηκε εκεί. Και ο ίδιος ο ποιητής έμεινε στην Αίγινα όλη του τη ζωή. Για τη μάνα του δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ήταν γνήσια Αθηναία. Για τον πατέρα του όμως έλεγαν πως ήταν από τη Ρόδο ή από τη Ναύκρατι (την ελληνική αποικία) της Αιγύπτου. Όλα αυτά βέβαια δεν είχαν καμιά σημασία, γιατί στην ψυχή ο Αριστοφάνης ήταν ένας από τους γνησιότερους Αθηναίους κι αφιέρωσε όλη του τη ζωή στην υπηρεσία της Αθήνας, σύμφωνα με τις πεποιθήσεις του βέβαια.

Για τη μόρφωσή του δεν έχουμε καμία πληροφορία, όμως το έργο του μας δείχνει ότι είχε μελετήσει τους μεγάλους ποιητές της εποχής του. Φαίνεται, επίσης από τα έργα του, ότι δεν είχε μια βαθύτερη εποπτεία των πνευματικών ρευμάτων του καιρού του, αν κρίνουμε από τη θέση που πήρε απέναντι στο Σωκράτη. Άρχισε να γράφει πολύ νέος.

Επειδή όμως, δεν είχε δικαίωμα να ζητήσει χορό κωμωδών – παλαιό έθιμο όριζε να μη χορηγούν υλική και ηθική ενίσχυση σε όποιον δεν ήταν τριάντα χρονών, γιατί ο κωμικός ποιητής έκανε κατά κάποιον τρόπο δημόσιο έλεγχο στην πολιτική, κοινωνική και ιδιωτική ζωή των Αθηναίων – παρουσίασε τις κωμωδίες του με ονόματα φίλων του ηθοποιών. Έτσι το 427 π.Χ., ανέβασε τους “Θαιταλής” με το όνομα του Φιλωνίδη, το 426 π.Χ., τους “Βαβυλωνίους” και το 425 π.Χ. τους “Αχαρνής” με το όνομα του Καλλίστρατου.

Και οι δυο αυτοί ηθοποιοί παράσταιναν πολλά χρόνια στα έργα του Αριστοφάνη, ο πρώτος τα πρόσωπα των δημοσίων αρχόντων κι ο δεύτερος ιδιωτών. Ενθουσιασμένος ο ποιητής από τη βράβευση της κωμωδίας του “Αχαρνής” αφιερώνεται ολοκληρωτικά στο θεατρικό αυτό είδος. Από τότε και για σαράντα ολόκληρα χρόνια ήταν ο κύριος της κωμικής σκηνής των Αθηνών. Ποτέ δε δίστασε να πει το λόγο του, όσο πικρός κι αν ήταν και μολαταύτα οι συμπολίτες του τον αγαπούσαν και πολλές φορές του έδωσαν το πρώτο βραβείο.

Ο Πλάτωνας θαύμαζε τον Αριστοφάνη και ο Γκαίτε λέει γι’ αυτόν πως «όποιος δεν διάβασε τον ευνοούμενο των Χαρίτων δε γνωρίζει την Ελλάδα και την αρχαία Αθήνα”. Ο Αριστοφάνης πολεμώντας τους δημαγωγούς και τους σοφιστές ήταν ο κήρυκας της ειρήνης και τα έργα του καθώς παίζονται και σήμερα διατηρούν το πνεύμα του και την ψυχή του.

Το έργο του

Από τα πρώτα του κι όλας έργα (“Βαβυλώνιοι”- “Αχαρνής”) χτυπά τους πολιτικούς και ιδιαίτερα τον Κλέωνα. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι κανένας δεν τολμούσε να παραστήσει το πρόσωπο του Κλέωνα και γι’ αυτό αναγκάστηκε να παίξει ο ίδιος ο ποιητής. Η επιτυχία του όμως θορύβησε το κυβερνητικό κόμμα και ο Κλέων κατάγγειλε τον Καλλίστρατο με την κατηγορία ότι δυσφήμησε την πόλη, γιατί το έργο παίχτηκε στα Μεγάλα Διονύσια, που έρχονταν πολλοί ξένοι στην Αθήνα. Ο Καλλίστρατος απαλλάχτηκε από τη Βουλή των πεντακοσίων.

Ο Κλέων λένε ότι κατηγόρησε και τον Αριστοφάνη – όλος ο κόσμος ήξερε ότι τα έργα ήταν δικά του – με “γραφήν ξενίων”, ότι δηλ. δεν ήταν γνήσιος Αθηναίος. Η πληροφορία αυτή δε φαίνεται και πολύ πιθανή, γιατί ο παντοδύναμος Κλέων μπορούσε να βάλει οποιονδήποτε πολιτικό φίλο του να καταγγείλει τον ποιητή, για να μην εκτίθεται αυτός. Το ίδιο απίθανη φαίνεται και η πληροφορία για τρίτη καταγγελία.

Τον περισσότερο καιρό ο Αριστοφάνης έμενε στην Αίγινα. Εκεί έγραψε ίσως τις κωμωδίες του, όπως φαίνεται από τους “Αχαρνής”, όπου λέγει ότι οι Λακεδαιμόνιοι θέλουν να πάρουν το νησί, όχι γιατί ενδιαφέρονται και πολύ γι’ αυτό, αλλά για να κάμουν δικό τους τον ποιητή, που έμενε εκεί.

Ο Αριστοφάνης έζησε υποδειγματική και ειρηνική ζωή ως την ημέρα που πέθανε, το 385 π.Χ. Πόσες κωμωδίες έγραψε ο Αριστοφάνης δεν ξέρουμε με σιγουριά. Άλλοι λένε 54, άλλοι 44 κι άλλοι 43. Ως εμάς σώθηκαν οι τίτλοι 37 έργων του. Απ’ όλα αυτά έχουμε σήμερα έντεκα ολόκληρες κωμωδίες του.

Ο Αριστοφάνης έζησε την εποχή του Πελοποννησιακού πολέμου (431- 404 π.Χ.) και της παρακμής που ακολούθησε ύστερα από αυτόν. Έζησε δηλ. την τραγικότερη εποχή του Ελληνισμού όταν έπεσε η Αθήνα κάτω από τα χτυπήματα της Σπάρτης, ενώ βρισκόταν στην κορυφή της ακμής της και ήταν το σχολειό της Ελλάδας, το κέντρο όπου ανθούσε η σκέψη χεροδεμένη με την πράξη σ’ ένα πρωτοφανέρωτο σμίξιμο. Τότε είναι που μπήκαν τα θεμέλια μιας ρεαλιστικής προσπέλασης του αντικειμενικού κόσμου και μιας ανθρωποκεντρικής οργανώσεως της πολιτείας και της κοινωνίας.

Η πόλη κι ο άνθρωπος ήταν οι κυρίαρχοι θεοί του αιώνα, με πρωτομάστορες τους σοφιστές, τους στοχαστές και τους μεγάλους τεχνίτες του λόγου και της πράξης. Όμως, πολύ πριν από αυτόν τον πόλεμο, φάνηκαν οι οξύτατες αντιθέσεις που είχαν δημιουργήσει εσωτερικοί και εξωτερικοί παράγοντες. Από τους πρώτους η οικονομία έπαιξε το σπουδαιότερο ρόλο.

Σαν βασικό εργαλείο της είχε το δούλο, που εκτόπισε από την παραγωγή τον ελεύθερο εργάτη. Αυτός βέβαια σαν πολίτης μπορούσε ακόμα να αντιμετωπίσει τις ανάγκες του με τους μισθούς που έδινε το κράτος. Όμως η αφθονία των δούλων και η αυξημένη παραγωγή οδήγησαν στον κορεσμό των αγορών, που κυριαρχούσε η Αθήνα και έπρεπε να βρει καινούργιες. Η ανατολική Μεσόγειος και ιδιαίτερα η Μεγάλη Ελλάδα ήταν ο καινούργιος χώρος. Εκεί όμως εμπορεύονταν οι Πελοποννήσιοι και πιο πολύ οι Κορίνθιοι.

Ετούτοι γεμάτοι ανησυχίες προσετερίστηκαν τη Σπάρτη, γιατί πολύ ανησυχούσε και αυτή για την τόσο μεγάλη αύξηση της αθηναϊκής δύναμης. Έτσι οι επαγγελματίες του πολέμου Σπαρτιάτες και οι εμποροβιοτέχνες της Αθήνας και της Κορίνθου ήσαν φιλοπόλεμοι. Οι γαιοκτήμονες όμως και οι γεωργοί κάθε άλλο παρά τον πόλεμο ήθελαν, γιατί πρώτοι αυτοί ήταν τα τραγικά θύματα του, όταν ο εχθρικός στρατός έμπαινε στη χώρα τους. Ένας απ’ αυτούς ήταν και ο Αριστοφάνης που μέστωσε και αντρώθηκε μες το φοβερό κλίμα του πολέμου που ξέσπασε το 431 π.Χ. και κράτησε με μια διακοπή – ειρήνη εμπόλεμη – 27 ολόκληρα χρόνια.

Η κοινωνική του θέση λοιπόν καθόριζε και τις ιδέες του. Ήταν κτηματίας και η τάξη του ανήκε στους φανατικούς ειρηνόφιλους και συντηρητικούς μαζί. Θεωρούσε σαν ιδανικό του την Αθήνα του Αριστείδη και αγωνιζόταν να ξαναφέρει πίσω τα πρώτα εκείνα δοξασμένα χρόνια μετά τα Μηδικά, τότε που κυβερνούσαν ακόμη οι ολιγαρχικοί.

Δεν κατάλαβε, βέβαια, ότι εκείνα τα χρόνια ήταν η απαρχή της μεγάλης ανόδου της Αθήνας με τη στροφή της προς τη θάλασσα και το εμπόριο που είχε αποτέλεσμα τη θεμελίωση της δημοκρατίας με τις πολιτικές μεταβολές που έγιναν από τον Εφιάλτη και τον Περικλή. Από τότε η Αθήνα είδε να περνούν από τα θέατρά της οι μεγάλοι δάσκαλοι της τραγωδίας, άκουσε τους φιλοσόφους και τους σοφιστές να διδάσκουν τις νέες ιδέες, θαύμασε τους τεχνίτες της όταν δημιουργούσαν τα μνημειακά έργα και έβλεπε ανθρώπους να έρχονται απ’ τα πέρατα του Ελληνισμού, άλλοι για να γνωρίσουν “το δαιμόνιον πτολίεθρον” κι άλλοι για να μείνουν και να εμπορευθούν. Τότε ήταν που η αγωγή πήρε άλλους δρόμους, δημοκρατικούς, τα ήθη ημέρεψαν και έγιναν ελευθερότερα, η κοινωνική πολιτική ανθρωπινότερη.

Ήρθε όμως ο πόλεμος και οι άνθρωποι αναγκάστηκαν να γυρέψουν τις αιτίες του. Ο καθένας βέβαια τις έβλεπε από τη σκοπιά του. Ο συντηρητικός και φιλειρηνιστής Αριστοφάνης εύρισκε πως το παρελθόν ήταν θαυμάσιο, πως η παλιά αγωγή, τα ήθη και η πολιτεία της εποχής εκείνης άξιζαν κάθε έπαινο. Τώρα οι άνθρωποι έχασαν τον προσανατολισμό τους. Οι νέοι τρέχουν στους σοφιστές να μάθουν τα πράγματα εκείνα που τους διαφθείρουν. Τα αυστηρά αρχαία ήθη αντικαταστάθηκαν από αισχρούς νεωτερισμούς, αλόγιστη πολυτέλεια και επίδειξη. Η πολιτεία παραδόθηκε στα χέρια ανάξιων πολιτικών (δημαγωγών), ενώ ο λαός, σαν ένας ξεμωραμένος γέρος, έγινε έρμαιό τους.

Αυτή ήταν η δημοκρατία της Αθήνας, όπως την έβλεπε ο Αριστοφάνης και οι ομοϊδεάτες του ολιγαρχικοί. Αντίπαλοί τους ήταν οι εμποροβιοτέχνες, η πρωτοπορία της οικονομικής και πολιτικής ζωής. Για να τους πολεμήσει ο ποιητής, στον τομέα του φυσικά, έπρεπε να ξεθεμελιώσει τα όχυρά τους. Στόχος λοιπόν του Αριστοφάνη έγιναν οι δημαγωγοί κι οι σοφιστές, οι πολιτικοί δηλ. και πνευματικοί ηγέτες της δημοκρατίας. Στους δεύτερους περιλάμβανε το Σωκράτη και τον Ευριπίδης.

Η πολεμική του κατά των προοδευτικών δυνάμεων της εποχής του τον στερεί από ένα πολύτιμο έρεισμα, όπως και το χρονικό στοιχείο του έργου του, δηλ. τα καθέκαστα της πολιτικής και ιδιωτικής ζωής των ηρώων του, που μόνο ένας Αθηναίος της εποχής του τα ήξερε. Αυτά όμως, είναι πολύτιμα στοιχεία για την ιστορία του 5ου αιώνα.

Τα έντεκα έργα που διασώζονται είναι:

Αχαρνής (425)

Ιππής (424)

Νεφέλες (423)

Σφήκες (422)

Ειρήνη (421), λίγο προτού από την Νικίεια Ειρήνη

Όρνιθες (424)

Βάτραχοι (405)

Λυσιστράτη (411)

Θεσμοφοριάζουσες (411)

Εκκλησιάζουσες (392)

Πλούτος (388).

Από αποσπάσματα, είναι γνωστά τα έργα του:

Θαιταλείς

Βαβυλώνιοι

Ολκάδες

Γήρας

Αμφιάραος

Τρυφάλης

Λήμνιαι

Γηριτάδης

Κώκαλος

Αιολοσίκων

Ως έργα τέχνης δηλ. ως έργα ποιητικά, οι κωμωδίες του Αριστοφάνη, είναι ασύγκριτες και αμίμητες. Χρησιμοποιώντας την ελευθερία – σχεδόν χωρίς όρια – που είχε, δημιουργεί ανεμπόδιστα μέσα σε μια κατάσταση ευφορίας οργιαστικής, που δύσκολα βρίσκουμε σ’ άλλες εποχές. Τα φτερά των στίχων του ακούονται πάνω απ’ τους αιώνες σαν ένας καθαρτήριος παιάνας, γιατί πάντα προσπάθησε να κάνει καλύτερους τους ανθρώπους. Οι κωμωδίες που έγραψε είναι:

Αχαρνής

Ο χορός τους είναι 24 γέροι ξωμάχοι και καρβουνιάρηδες από το δήμο Αχαρναί (Μενίδι). Πήρε το πρώτο βραβείο στα Λήναια του 425 π.Χ. Θέμα της ο πόλεμος, τα δεινά του κι ο πόθος της ειρήνης στο αγροτικό στοιχείο.

Ο πόλεμος εξακολουθεί και οι αγρότες βλέπουν κάθε τόσο τη γη τους να καταστρέφεται. Ένας από αυτούς λοιπόν, ο Δικαιόπολις, είναι αποφασισμένος στην Εκκλησία του Δήμου που πρόκειται να γίνει, να ζητήσει να κλείσουν ειρήνη. Η Πνύκα είναι έρημη ακόμα και αυτός αναλογίζεται τις καταστροφές που έφερε ο πόλεμος. Βλέπει το χωράφι του και υποφέρει, γιατί δε μπορεί να το καλλιεργήσει. Στο μεταξύ μαζεύτηκαν αρκετοί και αρχίζει η συνεδρίαση. Δυο αντιπροσωπείες, η μια βασιλιά των Περσών και η άλλη των Θρακών, προσπαθούν να ξεγελάσουν το Δήμο, λέγοντάς του ότι θα έρθει σημαντική βοήθεια από τους βασιλιάδες εκείνους.

Στο μεταξύ αυτοί καλοπέρασαν με τις αποζημιώσεις τους, το ταξίδι τους, τα φαγοπότια τους. Ο Δικαιόπολις, λοιπόν, απελπισμένος αποφασίζει να κλείσει μόνος του ατομική ειρήνη με τον εχθρό. Δίνει οκτώ δραχμές σε ένα περίεργο, υπερφυσικό πρόσωπο, τον Αμφίθεο, και τον στέλνει στη Σπάρτη για λογαριασμό του να κλείσει την ειρήνη. Ο Αμφίθεος γύρισε και του έφερε τριών λογιών ειρήνη σε τρία δοχεία: μια για πέντε, μια για δέκα και για τριάντα χρόνια.

Ο Δικαιόπολις παίρνει την τελευταία και πάει στο σπίτι του για να γιορτάσει τα αγροτικά Διονύσια. Στο μεταξύ ο χορός κυνηγάει τον Αμφίθεο γιατί έκλεισε ειρήνη με το μισητό εχθρό. Μη βρίσκοντας όμως τον Αμφίθεο, τα βάζουν με το Δικαιόπολι την ώρα που προσφέρει θυσίες, λέγοντάς τον προδότη της πατρίδας, αδιάντροπο και σιχαμένο. Στον καβγά που ακολουθεί ο Δικαιόπολις ζητεί να απολογηθεί. Πάει λοιπόν στο δάσκαλο της συγκινήσεως, τον Ευριπίδη, για να δανεισθεί συγκινητικά λόγια και να πείσει τους Αθηναίους. Ακολουθεί η διακωμώδηση της τέχνης του Ευριπίδη, η απολογία του Δικαιόπολι που μιλά προς το ακροατήριο, όπου υποστηρίζει τους Λακεδαιμονίους και ρίχνει τα βάρη σε μερικά ανθρωπάρια της Αθήνας, εννοώντας τους δημαγωγούς.

Ο κορυφαίος του χορού συμφωνεί με το Δικαιόπολι και παραπονιέται για την ασέβεια που δείχνουν στους γέρους οι νεότεροι. Ακολουθούν κωμικά επεισόδια στην αγορά που οργάνωσε ο Δικαιόπολις και όπου βασιλεύει η ειρήνη και η αφθονία και τελειώνει με δυο εικόνες αντίθετες: από τη μια ο Δικαιόπολις που γλεντά και γιορτάζει τη νίκη του στον αγώνα του κρασιού και από την άλλη ο φιλοπόλεμος Λάμαχος που βογκά και κλαίει και ζητά το γιατρό, γιατί πληγώθηκε.</p>

Ιππείς

Το χορό τον αποτελούν οι ιππείς, η δεύτερη τάξη των Αθηναίων, ολιγαρχικοί και συντηρητικοί. Πήρε το πρώτο βραβείο στα Λήναια του 425 π.Χ. Αφορμή, η απροσδόκητη επιτυχία του Κλέωνα στη Σφακτηρία, που οφειλόταν στις στρατηγικές ικανότητες του Δημοσθένη. Θέμα της ο διασυρμός του Κλέωνα και της δημοκρατίας γενικά και συνηγορία για τη σύναψη ειρήνης με τους Σπαρτιάτες.

Δυο υπηρέτες του Δήμου (που τον παρουσιάζει σαν ένα γέρο μισόκουφο και γκρινιάρη), ο Νικίας και ο Δημοσθένης, παραπονιούνται για τα βάσανα που υποφέρουν από έναν καινούργιο υπηρέτη, τον Παφλαγόνα (Κλέων). Αυτός, με τις κολακείες του και τη δήθεν μαντική ικανότητά του σέρνει από τη μύτη τον κύριό του και κάνει ότι θέλει. Οι δυο λοιπόν έκλεψαν, την ώρα που κοιμόταν μεθυσμένος ο Παφλαγόνας, τους χρησμούς, τους διάβασαν και είδαν, ότι θα τον νικήσει ένας άλλος ακόμη πιο χυδαίος και πιο πονηρός, ένας αλλαντοπώλης, ο Αγοράκριτος. Φώναξαν λοιπόν τον αλλαντοπώλη, του είπαν την τύχη που τον περίμενε – να γίνει κύριος της Αθηναϊκής Πολιτείας – και τον ενθάρρυναν να παλαίψει με τον Κλέωνα και θα τον υποστήριζαν οι ιππείς και όλοι οι τίμιοι άνθρωποι. Τότε φτάνει ο Κλέων μανιασμένος, φοβερίζοντας τους αντιπάλους, αλλά ο Δημοσθένης φωνάζει τους ιππείς, που χτυπάνε τον δημαγωγό.

Ο αλλαντοπώλης παίρνει θάρρος και στην πρώτη σύγκρουση με τον Κλέωνα τον νικά, γιατί φέρνει την είδηση πως φτήνηναν οι σαρδέλες και τους χαρίζει τα σαλατικά για το φαΐ τους. Ο Κλέων πηγαίνει στο συμβούλιο για να κερδίσει την υπόθεση και ο αλλαντοπώλης από κοντά. Τώρα ο Κλέων, που επιμένει, φέρνει την υπόθεση μπροστά στο Δήμο. Και εκεί όμως τον νικά ο αλλαντοπώλης, γιατί οι κολακείες, οι υποσχέσεις και τα δώρα του είναι μεγαλύτερα από του Κλέωνα. Τέλος φέρνουν και οι δυο τους χρησμούς που τους λένε στο Δήμο. Αλλά και πάλι νικά ο αλλαντοπώλης. Έτσι παίρνει την εξουσία και με ένα μαγικό φίλτρο ξανανιώνει το Δήμο και του φέρνει μια κοπέλα, την τριαντάχρονη Ειρήνη, να πάνε στην εξοχή. Ο Δήμος δηλώνει ότι μετανιώνει για τα λάθη που έκανε και υπόσχεται να φέρεται καλύτερα στο μέλλον. Τιμωρεί τον Παφλαγόνα, όχι αυστηρά, να ντυθεί τα ρούχα του αλλαντοπώλη και να πουλά αυτός πια αλλαντικά στις πύλες της πόλης.

Νεφέλαι

Ο χορός είναι οι Νεφέλες, άστατες κι ανεδαφικές, όπως οι νέες ιδέες. Παίχτηκε στα μεγάλα Διονύσια το 423 π.Χ., αλλά δεν είχε επιτυχία. Γι’ αυτό τις διασκεύασε και αυτές ίσως έχουμε σήμερα. Θέμα του έργου οι νέες ιδέες που αντιπροσωπεύουν οι σοφιστές. Κύριο πρόσωπο ο Σωκράτης, που τον θεωρεί σαν εκπρόσωπό τους.

Ο αγρότης Στρεψιάδης νυμφεύτηκε μια ξιπασμένη αρχοντοπούλα και έκανε μαζί της ένα γιο, που τον είπαν Φειδιππίδη (φειδώ, η αρετή του πατέρα, ίππος το πάθος των πλουσίων). Ο γιος με την επίδραση της μάνας, έχει ένα μόνο πάθος, τα άλογα, και τα έξοδά του είναι τόσο μεγάλα, που ο πατέρας του βρίσκεται καταχρεωμένος. θέλοντας να γλιτώσει από τους δανειστές του, πάει στο σχολειό του Σωκράτη για να μάθει να χειρίζεται το λόγο και να νικά στις δίκες τους δανειστές του. Εκεί μαθαίνει τις ασχολίες των μαθητών, όπως λ.χ. ένας ψύλλος τσίμπησε στο φρύδι το Χαιρεφώντα και πήδησε ύστερα στο κεφάλι του Σωκράτη. Και συζητούν με πόσα ψυλλίσια πόδια ισοδυναμεί το πήδημα του ψύλλου. Απάντηση: Λυώνεις κερί και βουτάς τα πόδια του ψύλλου μέσα όταν κρυώσει το κερί θα γίνουν παπουτσάκια γύρω από τα πόδια του ψύλλου.

Τα βγάζεις και μετράς με αυτά την απόσταση! Διακωμωδεί δηλ. ο Αριστοφάνης τις φιλοσοφικές ασχολίες του Σωκράτη, που τον βρίσκει ο Στρεψιάδης σε μια “κρεμάθρα”, ένα κοφίνι κρεμασμένο ψηλά, ν’ αεροβατεί. Του λέει τι θέλει και ο Σωκράτης καλεί τις Νεφέλες να έρθουν, για να καταλάβει ο Στρεψιάδης πως είναι τα θεία πράγματα. Ακολουθεί το χορικό των Νεφελών, που έρχονται αργά και μεγαλόπρεπα στη σκηνή. Η μαθητεία του Στρεψιάδη άρχισε. Αποδεικνύεται όμως ότι γέρος, όπως είναι, δε μπορεί να τα καταφέρει. Φεύγει και φέρνει το γιο του να μαθητέψει. Μπροστά στο νέο καβγαδίζουν ο Δίκαιος κι ο Άδικος Λόγος. Ο Δίκαιος υποστηρίζει την “αρχαία παιδεία”, ο Άδικος τη νέα και νικά, αφού ο πρώτος φεύγει λέγοντας, ότι δε μπορεί να τα βγάλει πέρα. Ο Φειδιππίδης λοιπόν μαθητεύει στο Σωκράτη και έγινε τόσο έξυπνος, που έφτασε ως το σημείο να δείρει τον πατέρα του και ν’ αποδείχνει κι όλας, πως το να δέρνεις φανερώνει αγάπη.

Παραπονιέται ο γέρος στις Νεφέλες, μα αυτές του ρίχνουν το άδικο, γιατί αυτός θέλησε πρώτος να ξεγελάσει τους δανειστές του. Με την κουβέντα λοιπόν βλέπει ότι και το Δίκαιο και οι θεοί υπάρχουν. Παίρνει τότε κι αυτός ένα δούλο και πάνε στη σχολή, που την γκρεμίζουν και βάζουν φωτιά, γιατί ήθελαν προπάντων, να κάμουν κακό στους θεούς. (Παριστάνει το Σωκράτη για άθεο, ερευνητή των φυσικών φαινομένων, δάσκαλο της παρανομίας και της στρεψοδικίας, εντελώς άδικα, γιατί τίποτε από αυτά δεν ήταν ο μεγάλος σοφός). Ο Αριστοφάνης τις “Νεφέλες” τις θεωρούσε σαν το καλύτερό του έργο.

Σφήκες

Ο χορός αποτελείται από γέρους ηλιαστές (δικαστές), που είναι οξύθυμοι κι έτοιμοι να κτυπήσουν, να καταδικάσουν και να αγκυλώσουν, όπως οι σφήκες με το κεντρί τους. Παίχτηκε στα Λήναια του 422 π.Χ. Πρόκειται για σάτιρα των δικαστηρίων και του τρόπου λειτουργίας τους και των πολιτικών. Κύρια πρόσωπα είναι: ο Βδελυκλέων (αυτός που σιχαίνεται τον Κλέωνα) και ο Φιλοκλέων, γιος και πατέρας.

Δυο δούλοι φυλάνε το Φιλοκλέωνα κλεισμένο στο σπίτι του όπως τους πρόσταξε ο γιος του Βδελυκλέων, γιατί ο γέρος είχε μια φοβερή μανία να δικάζει και γι’ αυτό δεν τον πιάνει ύπνος ώσπου να φέξει και να τρέξει πρώτος- πρώτος στην Ηλιαία. Ο γιος του πήρε κατάκαρδα τη λόξα του γέρου και προσπαθούσε να τον γιατρέψει. Φωνάζει και δέρνεται να τον αφήσουν να βγει να πάει στο δικαστήριο. Ο γιος όμως τον κλειδώνει και πάει να κοιμηθεί.

Περνά τότε ο χορός των γέρων που πάνε στο δικαστήριο νύχτα, με τριών ημερών θυμό, όπως τους παράγγειλε ο Κλέων, για να πάρουν και το Φιλοκλέωνα. Ξυπνά ο γιος και αρχίζει η συζήτηση για τα καλά και τα κακά των δικαστηρίων. Ο Φιλοκλέων τα υπερασπίζεται με γελοία επιχειρήματα και ο Βδελυκλέων καταδικάζει, όχι τα δικαστήρια, αλλά τους πολιτικούς που ξεγελούν τους δικαστές με ένα τριώβολο και αυτοί τσεπώνουν τα πολλά. Ο γέρος επιμένει. Τότε ο γιος ετοιμάζει μια δίκη μέσα στο σπίτι, αφού ο πατέρας του δεν μπορεί να ζήσει χωρίς να δικάζει, με κατηγορούμενο ένα σκυλί που έκλεψε ένα κομμάτι σικελικό τυρί. Η δίκη είναι παρωδία των πραγματικών. Κατήγορος είναι ο άλλος σκύλος, ο Κλέων, συνήγορος ο Βδελυκλέων και δικαστής ο Φιλοκλέων.

Αρχίζει η δίκη και ο κατήγορος λέγει πολλά, καλούνται οι μάρτυρες, τα μαγειρικά σκεύη, δηλ. η σκουτέλα, το γουδόχερο, ο τυροτρίφτης κ.ά. Μετά τις μαρτυρικές καταθέσεις ακολουθεί η παράβαση, όπου ο ποιητής παραπονιέται, γιατί τον περασμένο χρόνο δεν του έδωσαν το βραβείο, μόλο που αυτός τους έκανε καλό πολεμώντας, όχι τίποτε παρακατιανούς, μα το φοβερό και τρομερό Κλέωνα. Ο γιος τώρα σπρώχνει τον πατέρα στη ζωή του γλεντιού και της καλοζωίας. Και αφού τον ετοίμασε, τον πάει σε ένα συμπόσιο. Ο πατέρας έχει βαριά καρδιά, μα στο γλέντι πίνει, μεθά και τα κάνει θάλασσα. Τελειώνει η κωμωδία με ένα παλαβό χορό του γέρου, που θέλει να δείξει πως χορεύει καλύτερα και από τους επαγγελματίες χορευτές των τραγωδιών.

Ειρήνη

Ο χορός αποτελείται από Αθηναίους, Σπαρτιάτες, Βοιωτούς, Αργείους και Μεγαρείς. Εδώ δηλ. ο Αριστοφάνης δεν είναι τόσο άδικος, όπως στους “Αχαρνής”, αλλά βλέπει ότι για τον πόλεμο φταίνε πολλοί από όλες τις πολιτείες. Τώρα που πέθανε ο Κλέων και ο Βρασίδας (Σπαρτιάτης), έλειψαν οι φιλοπόλεμοι και η Ειρήνη, όπου νάναι έρχεται. Παίχτηκε στα μεγάλα Διονύσια του 421 π.Χ. Θέμα έχει την Ειρήνη και τα καλά της.

Ο Τρυγαίος, απελπισμένος από τον πόλεμο που συνεχίζεται, αποφασίζει να ανεβεί στον ουρανό και να μιλήσει στο Δία. Ξέροντας λοιπόν το μύθο του αετού και του σκαθαριού, παίρνει στο σπίτι του ένα σκαθάρι της Αίτνας, το ταΐζει καλά και αφού το κάνει μεγάλο και γερό, ανεβαίνει πάνω του και πάει για τον ουρανό, “για το καλό όλων των Ελλήνων”. Φτάνοντας στην πόρτα χτυπά και βγαίνει ο Ερμής που τον καθυβρίζει.

Μερώνει ύστερα όταν του λέει ο Τρυγαίος πως του έφερε κρέατα. Μαθαίνει όμως ότι οι θεοί είχαν φύγει μακριά, γιατί σιχάθηκαν τους Έλληνες με τους πολέμους τους και πως την Ειρήνη την είχε ρίξει σε μια βαθιά σπηλιά ο Πόλεμος. Έρχεται ύστερα ο Πόλεμος με ένα τεράστιο γουδί, όπου θα κοπανίσει τους ανθρώπους και τις πόλεις τους. Γυρεύει ένα γουδοχέρι, μα αυτός δε βρίσκει, γιατί το γουδοχέρι των Αθηναίων (ο Κλέων) και των Σπαρτιατών (ο Βρασίδας) πέθαναν. Ο Πόλεμος πηγαίνει το σπίτι του Δία να φτιάξει μόνος του ένα άλλο, και ο Τρυγαίος συμβουλεύει τους Αθηναίους να βγάλουν την Ειρήνη από τη σπηλιά, πριν μπει στη μέση άλλο γουδοχέρι.

Τότε έρχεται ο χορός, δηλ. οι Έλληνες από παντού και μαζί με τον Τρυγαίο, ήσυχα- ήσυχα να μην ξυπνήσει ο «κάτωθεν Κέρβερος” (Κλέων), πηγαίνουν για να φέρουν την Ειρήνη. Ο Ερμής όμως δε συμφωνεί, μα στο τέλος τον καταφέρνουν με δώρα και υποσχέσεις. Εύχονται όλοι τότε να πάνε όλα καλά, παινεύοντας τα αγαθά της Ειρήνης. Ήρθαν ύστερα στη σπηλιά και αφού έβγαλαν τις πέτρες, έδεσαν γερά το άγαλμα της Ειρήνης για να το βγάλουν έξω. Τράβηξαν όλοι μαζί, μα μερικοί δε βοηθούσαν όσο πρέπει. Εδώ ο Αριστοφάνης καταλογίζει ευθύνες στον καθένα τους και συμβουλεύει. Βγαίνει κάποτε η Ειρήνη και την υποδέχονται με τραγούδια και χαρές.

Ο Ερμής εξηγεί τις αιτίες του πολέμου, μοιράζοντας τις ευθύνες σε όλους και τελειώνει η σκηνή στον ουρανό, αφού παίρνει ο Τρυγαίος για γυναίκα του την Οπώρα και τη θεωρία να τη δώσει στη Βουλή. Στην παράβαση ζητά να του δώσουν το βραβείο, γιατί αυτός ανέβασε το επίπεδο της κωμωδίας και την έκανε έργο τέχνης. Ξανάρχεται στη γη ο Τρυγαίος, ετοιμάζει το νυφικό κρεβάτι για την Οπώρα και στέλνει τη θεωρία στη Βουλή. Ύστερα γίνονται ετοιμασίες για την «ίδρυση” της Ειρήνης σύμφωνα με την καθιερωμένη τελετή, δηλ. τη θυσία ενός προβάτου. Ακολουθεί ένα χορικό αφιερωμένο στις χάρες της ειρηνικής ζωής. Τώρα θα γίνει και ο γάμος του Τρυγαίου, που του φέρνουν λογής- λογής δώρα όλοι οι τεχνίτες. Παιδιά έρχονται για να τραγουδήσουν, μα το πρώτο αρχίζει να λέγει ένα πολεμικό τραγούδι και ο Τρυγαίος το διώχνει. Τέλος γίνεται ο γάμος με την ευχή να συγκεντρώσουν και πάλι όλα τα αγαθά που τους αφάνισε ο Πόλεμος.

Όρνιθες

Ο χορός αποτελείται από κάθε λογής πουλιά (όρνιθες). Παίχτηκε στα Διονύσια του 414 π.Χ. Πρόκειται για μια κωμωδία φυγής από την πραγματικότητα, που ήταν κάθε άλλο παρά υποφερτή, αφού ο πόλεμος ξανάρχισε το 415 π.Χ., χωρίς να λείπει η σάτιρα. Θέμα του έργου είναι: η ίδρυση μιας φανταστικής πόλης, της Νεφελοκοκκυγίας.

Δυο Αθηναίοι, ο Πισθέταιρος κι ο Ευελπίδης, αηδιασμένοι από την κατάσταση – δίκες και πάλι δίκες – αποφασίζουν να φύγουν σε κάποιον τόπο να ζήσουν ανθρώπινα. Που να πάνε όμως; Θυμήθηκαν λοιπόν το πουλί έποπα (τσαλαπετεινό), που ήταν Αθηναίος γαμπρός, και ζητούν τη βοήθειά του, αφού το βρήκαν με χίλια βάσανα. Αυτός τους λέγει διάφορα μέρη, μα δεν τους αρέσουν. Τότε ο Πισθέταιρος είχεν μιαν ιδέα.

Προτείνει στον τσαλαπετεινό να ιδρύσουν τα πουλιά μια δική τους πόλη ουρανού και γης. Έτσι θα γίνουν κύριοι των ανθρώπων και τους θεούς θα τους κάνουν να πεθάνουν από την πείνα, αφού ζουν από την κνίσσα των θυσιών και η πόλη τους θα τους χωρίσει από τους ανθρώπους. Ο τσαλαπετεινός συμφωνεί και καλεί τ’ άλλα πουλιά με ένα ωραιότατο τραγούδι. Έτσι έρχεται ο χορός (οι Όρνιθες), που θέλουν να σκοτώσουν τους δυο ανθρώπους. Μεσολαβεί όμως ο τσαλαπετεινός και εξηγεί για πιο σκοπό ήρθαν.

Γίνεται συζήτηση, όπου ο Πισθέταιρος κάνει τις προτάσεις του και τα πουλιά τις δέχονται. Ακολουθεί γεύμα, κατά το οποίο ο τσαλαπετεινός θα τους δώσει να φάνε μια μαγική ρίζα, για να βγάλουν φτερά κι αυτοί. Στην παράβαση ο Αριστοφάνης παρωδεί τις παλιές κοσμογονίες. Έρχονται ύστερα οι δυο άνθρωποι φτερωτοί, ονομάζουν την καινούργια πολιτεία Νεφελοκοκκυγία, ο Ευελπίδης φεύγει να βοηθήσει στο κτίσμα του τείχους και ο Πισθέταιρος προσφέρει θυσία έναν τράγο στους Πουλοθεούς. Πριν τελειώσει όμως η θυσία έρχονται οι «κολλιτσίδες” λογής- λογής, δηλ. παράσιτα όπως ο ποιητής, ο χρησμολόγος, ο αστρονόμος, ο επιθεωρητής, ο ψηφισματοπώλης και ο καθένας τους με τις χαζομάρες του τον εξοργίζουν και δεν τον αφήνουν να τελειώσει τη θυσία του. Αφού τους έδιωξε έναν- έναν με το ξύλο, πάει μέσα να αποτελειώσει τη θυσία.

Ακολουθεί χορικό των πουλιών, όπου λέγουν πως οι άνθρωποι από τώρα αυτά θα προσκυνούνε, για τις ωφέλειες που τους προσφέρουν, σατιρίζοντας μαζί και διάφορους τύπους. Στο μεταξύ έρχεται ένας αγγελιοφόρος και λέγει πως κτίστηκε το τείχος, ένας άλλος που λέγει πως κάποιος, παραβίασε τον εναέριο χώρο τους – είναι η Ίριδα που την πιάνουν και τη στέλνουν πίσω στον Ουρανό – Και ένας τρίτος που φέρνει ένα χρυσό στεφάνι από τους ανθρώπους για τον ιδρυτή της πόλης. Λέγει ακόμη ότι περισσότεροι από δέκα χιλιάδες άνθρωποι ετοιμάζονται ναρθούν να ζητήσουν φτερά και νύχια.

Ο χορός τραγουδώντας το εγκώμιο της νέας πόλης, φέρνει στον Πισθέταιρο καλάθια με φτερά για να τα μοιράσει. Έρχεται ένας που θέλει να σκοτώσει τον πατέρα του μα τον διώχνουν, ένας ποιητής που τον διώχνουν και αυτόν και τέλος ένας συκοφάντης που τον μαστιγώνουν. Έρχεται ύστερα ο Προμηθέας που λέγει στον Πισθέταιρο, ότι οι θεοί πεινούν και θα στείλουν αντιπροσωπεία για συμβιβασμό, μα αυτός να ζητήσει από το Δία τη Βασιλεία, μια ωραία κοπέλα (φύλακα του κεραυνού, της ευλογίας, κλπ.) και να δεχτεί.

Έρχεται λοιπόν η αντιπροσωπεία και με τα πολλά δέχεται ο Ζευς του όρους του Πισθέταιρου. Τέλος γίνεται ο γάμος του Πισθέταιρου και της Βασιλείας, που φεύγουν πετώντας, ενώ ο χορός τραγουδώντας τους ακολουθεί.

Λυσιστράτη

Η ονομασία από το κύριο πρόσωπο της κωμωδίας (η λύουσα τον στρατόν=αυτή που διαλύει το στρατό και σταματά τον πόλεμο). Παίχτηκε στα Λήναια του 411 π.Χ. Δεν έχει παράβαση. Ο χορός είναι χωρισμένος σε δυο αντίπαλα στρατόπεδα: των γυναικών και των γερόντων. Θέμα της η βαθύτατη επιθυμία των ανθρώπων να σταματήσει ο πόλεμος.

Η Λυσιστράτη έχει καλέσει τις Αθηναίες, τις Πελοποννήσιες και τις γυναίκες των Βοιωτών να συγκεντρωθούν και να σκεφθούν πώς θα καταφέρουν να σταματήσει ο πόλεμος επιτέλους και να συμφιλιωθούν οι Έλληνες. Με τη συζήτηση αποφάσισαν να απόσχουν από τα συζυγικά τους καθήκοντα ως τη μέρα που θα παύσουν οι άντρες τους να πολεμούν. Με τις Αθηναίες μαζί ανέβηκαν στην Ακρόπολη και ταμπουρώθηκαν.

Τότε έτρεξαν μερικοί γέροι με φωτιά να κάψουν τις πόρτες. Βγήκε όμως η Λυσιστράτη και τους σταμάτησε. Ένας Πρόβουλος με τους τοξότες ρίχτηκε να τις παραβιάσει, μα δεν τα κατάφεραν. Ρώτησε τότε τις γυναίκες τι θέλουν τέλος πάντων να πετύχουν με τα καμώματά τους. Και αυτές του απάντησαν πως δε θα αφήσουν τους άντρες να πολεμούν, επειδή είχαν αποκτήσει πολύ χρήμα, πως αυτές θα συγκεντρώσουν περισσότερα και θα σταματήσουν τον πόλεμο. Ξαφνιάστηκε πολύ ο γέροντας με το θράσος τους και άρχισαν να αλληλοβρίζονται. Μερικές γυναίκες όμως θέλησαν να παραβιάσουν την υπόσχεσή τους, αλλά η Λυσιστράτη κατόρθωσε να τις συγκρατήσει με τα παρακάλια. Ένας άντρας παρακαλεί τη γυναίκα του να κατέβει και να πάει στο σπίτι της, αλλά αυτή αρνιέται και του μιλά για την ειρήνη. Τότε έφτασαν και κήρυκες από τους Σπαρτιάτες, μαζί με τις γυναίκες που ήταν εκεί και προτείνουν ειρήνη.

Στέλνουν και οι Αθηναίοι δικούς τους, για να τα κουβεντιάσουν. Οι γυναίκες γυρίζουν στα σπίτια τους και στις δουλειές τους, Η Λυσιστράτη κουβεντιάζει με τους Σπαρτιάτες, που πολύ θέλουν την ειρήνη και αυτοί και τα καταφέρνει να τους συμφιλιώσει. Τότε επιτρέπει και στις γυναίκες να ξαναγυρίσουν στα συζυγικά τους καθήκοντα.

Θεσμοφοριάζουσαι

(θεσμοφόρα ή φέρουσα τους θεσμούς, ήταν η Δήμητρα κι η κόρη της Περσεφόνη. Στη γιορτή, τα θεσμοφόρια, έπαιρναν μέρος μόνο γυναίκες). Παίχτηκε ίσως στα Διονύσια του 411 π.Χ. Θέμα της ο Ευριπίδης και η στάση του απέναντι στις γυναίκες.

Ο Ευριπίδης μαθαίνει ότι οι γυναίκες, που τον μισούν, γιατί τις κακολογεί πρόκειται να συσκεφτούν στο Θεσμοφόριο, τον ναό της Δήμητρας, τι ποινή να του επιβάλουν. Ταραγμένος ζητά τρόπο να σώσει την κατάσταση και παρακαλεί τον ομότεχνό του Αγάθωνα να ντυθεί γυναικεία, να πάει στη συνέλευση των γυναικών και να τον υπερασπίσει. Αυτός όμως αρνιέται. Προσφέρεται τότε ένας συγγενής του και τον ντύνουν γυναικεία, τον ξυρίζουν και φεύγει με την υπόσχεση να κάνει ότι μπορεί.

Πηγαίνει στα Θεσμοφόρια με μια δούλα, προσφέρει στις θεές ένα γλύκισμα και πιάνει μια καλή θέση για να ακούσει τι θα πουν. Η επομένη σκηνή είναι παρωδία της Εκκλησίας του Δήμου.

Ακολουθεί προσευχή και συζήτηση για τον Ευριπίδη που τις διασύρει τόσο πολύ και τις κατηγορεί για ένα σωρό ελαττώματα. Αφού είπαν πολλά, σηκώθηκε και ο συγγενής του ποιητή και προσπαθεί να τον υποστηρίξει. Τότε έρχεται απ’ έξω ένας Κλεισθένης, ύποπτο πρόσωπο, που αποκαλύπτει το συγγενή, τον συλλαμβάνουν οι γυναίκες και τον φυλακίζουν στον ναό. Ακολουθεί εγκώμιο του γυναικείου φύλου παρωδία του έργου του Ευριπίδη, με πρόσωπα τον ίδιο τον ποιητή και συγγενή. Έρχεται ένας πρύτανης και προστάζει να δέσουν το συγγενή στη σανίδα, όπου έδεναν τους καταδίκους.

Ύστερα από ένα χορικό, κατά τα οποίο υμνούνται οι θεοί, ξανάρχεται δεμένος ο συγγενής και ο Ευριπίδης ντυμένος Περσέας. Παρωδείται και εδώ η «Ανδρομέδα”, τραγωδία του Ευριπίδη. Τέλος ο ποιητής παρουσιάζεται στις γυναίκες και προτείνει να συμφιλιωθούν, ν’ αφήσουν το συγγενή ελεύθερο και αυτός ποτέ πια δεν θα τις κατηγορήσει. Οι γυναίκες δέχονται, μα πρέπει να καταφέρουν και τον Τοξότη, τον οποίο ξεγελούν με μια χορεύτρια, φεύγει για λίγο και όταν γυρίζει δε βρίσκει κανέναν.

Βάτραχοι

Η ονομασία από το παραχορήγημα (ένα δεύτερο χορό που ακούγεται κι ύστερα δεν ξαναφαίνεται). Πήρε το πρώτο βραβείο στα Λήναια του 405 π.Χ. Άρεσε τόσο για την παράβασή του, που ξαναδιδάχτηκε και ο ποιητής στεφανώθηκε «θαλλώ ελαίας, ος νενόμισται ισότιμος χρυσώ στεφάνω”. Αφορμή, για την συγγραφή του έργου ο θάνατος των δύο μεγάλων τραγικών Σοφοκλή και Ευριπίδη πριν από λίγο χρόνο. Θέμα και πάλι: διασυρμός του Ευριπίδη που αντιπροσώπευε τις νέες ιδέες.

Πλησιάζουν τα μεγάλα Διονύσια όλοι αναρωτιούνται τι θα γίνει με το δραματικό αγώνα τώρα που οι μεγάλοι τραγικοί έχουν πεθάνει. Ο Διόνυσος παίρνοντας μαζί του το δούλο Ξανθία και τα στρώματά του ξεκινάει για τον Άδη με σκοπό να ξαναφέρει στην ζωή τον Ευριπίδη. Πρώτα πηγαίνει στον Ηρακλή, για να τον συμβουλευτεί ποιο δρόμο θ’ ακολουθήσει.

Από τους πολλούς που του λέγει, προτιμάει το δρόμο της Αχερουσίας Λίμνης. Στο δρόμο ο δούλος κουράζεται να κουβαλά τα στρώματα, μα ο νεκρός που συναντούν ζητάει πολλά και αναγκάζεται να τα σηκώσει πάλι ο ίδιος. Τέλος φτάνουν στη λίμνη. Ο Χάροντας όμως αρνείται να πάρει το δούλο, που ακολουθεί το δρόμο γύρω- γύρω από τη λίμνη. Όταν φτάνουν στην άλλη όχθη δε βλέπουν γιατί είναι σκοτάδι πολύ και λάσπη, όπου κολυμπούν κακούργοι. Υπάρχουν εκεί και φοβερά θηρία και φαντάσματα τόσα, που ο Διόνυσος τα χρειάζεται.

Ύστερα ακούν αυλούς και τη μελωδία των μυημένων στα Ελευσίνια μυστήρια, που τα παρακολουθούν. Από αυτούς μαθαίνουν που είναι το σπίτι του Πλούτωνα. Πολλές φορές από το σημείο αυτό και πέρα αλλάζουν ρούχα και ρόλους ο Διόνυσος και ο Ξανθίας σε διάφορα κωμικά επεισόδια, όπου διακωμωδείται ο Διόνυσος (αναφέρεται στον πολιτικό Θηραμένη που ονομάστηκε κόθορνος, γιατί άλλαζε συχνά γνώμη).

Στην παράβαση ο Αριστοφάνης κατηγορεί διαφόρους πολιτικούς για τις πράξεις τους και συμβουλεύει τους συμπολίτες του. Ενώ κουβεντιάζουν ήσυχα ο Αιακός, ο Ξανθίας και ο Διόνυσος ακούν μέσα θόρυβο μεγάλο. Μαθαίνουν σε λίγο ότι ο Αισχύλος και ο Ευριπίδης μαλώνουν για τα πρωτεία στη δραματική τέχνη και για το θρόνο της τραγωδίας. Ο Πλούτων διατάζει να γίνει αγώνας για να κριθούν και οι δυο. Διαιτητής ορίζεται ο Διόνυσος που ανακοινώνει αμέσως, ότι θα πάρει μαζί του στον επάνω κόσμο το νικητή. Νικητής φυσικά είναι ο Αισχύλος.

Όμως, μόλο που γελοιοποιεί τον Ευριπίδη, προς το τέλος κάπως τον δικαιώνει λέγοντας «τον μεν γαρ ηγούμαι σοφόν, τω δ’ ήδομαι”. Το Σοφοκλή που δεν διεκδικούσε τα πρωτεία, ο Αισχύλος, όταν φεύγει με το Διόνυσο, τον καθίζει στο θρόνο της τραγωδίας σαν έφεδρο, δηλ. αντικαταστάτη του.

Εκκλησιάζουσαι

Ο χορός λειψός και τα χορικά πολύ μικρά. Η πλοκή χαλαρή. Το έργο διακωμωδεί τις διάφορες κοινωνιστικές θεωρίες για κοινοκτημοσύνη κλπ. των μεταπολεμικών χρόνων χωρίς να ξεχνάει να καυτηριάσει και τα τρωτά της δημοκρατίας (ψηφίσματα βιαστικά, εκκλησιαστικό μισθό, δημαγωγούς κλπ.).

Επειδή η κατάσταση της Αθήνας δεν είναι καθόλου καλή, αποφασίζουν οι γυναίκες να πάρουν αυτές στα χέρια τους την εξουσία. Αρχηγό της απόπειρας βάζουν την Πραξαγόρα, μια τολμηρή και έξυπνη γυναίκα. Πρωί- πρωί, ενώ οι άντρες κοιμούνται, ντυμένες με τα ρούχα τους, με γένια ψεύτικα, βγαίνουν από τα σπίτια τους και πηγαίνουν στην εκκλησία του Δήμου, για να αποφασίσουν τι θα κάνουν. Εκεί παίρνει το λόγο η Πραξαγόρα, που τον έχει ετοιμάσει από πριν και τους λέγει πως πρέπει χωρίς άλλο να αποφασίσουν να πάρουν τη διοίκηση στα χέρια τους οι γυναίκες, γιατί έτσι μόνο θα διορθωθούν τα πράγματα.

Όλοι οι πολίτες που είναι στην εκκλησία του Δήμου – δηλ. όλες οι γυναίκες – ψηφίζουν την πρόταση της Πραξαγόρας. Ύστερα γυρίζουν κρυφά στα σπίτια τους, αφού βγάλουν τα ανδρικά ρούχα. Την απόφαση της εκκλησίας του Δήμου την ανακοινώνει στους άλλους άνδρες ο Χρέμης, που έχει πάει εκεί, μα αυτοί τόχουν ρίξει στις κοροϊδίες και στα πειράγματα για τη νυχτερινή απουσία των γυναικών τους. Όταν η Πραξαγόρα γίνεται στρατηγός και κυβερνήτης, βγάζει διαταγή όλοι οι πολίτες να φέρουν ότι έχουν και δεν έχουν στην αγορά, γιατί από τώρα και πέρα όλα θα είναι κοινά, ως και οι γυναίκες. Ακολουθούν κωμικά επεισόδια ανάμεσα στις γυναίκες. Η προσπάθεια αποτυχαίνει, γιατί οι ίδιες οι γυναίκες αποδεικνύονται ανάξιες και γιατί πολλοί πολίτες δεν προσφέρουν την περιουσία τους στο κοινό ταμείο.

Πλούτος

Η κωμωδία που σώθηκε είναι πιθανόν η δεύτερη, γιατί ο πρώτος «Πλούτος” παίχτηκε το 408 π.Χ. Ο χορός σχεδόν ανύπαρκτος. Η κωμωδία αυτή είναι η πρώτη της μέσης κωμωδίας. Η πλοκή της είναι χαλαρή. Θέμα της ο τυφλός Πλούτος που δεν ξέρει που δίνει τα καλά του και γι’ αυτό πολλοί είναι πλούσιοι χωρίς να το αξίζουν.

Ένας φτωχός γεωργός, ο Χρεμύλος, πηγαίνει στο μαντείο των Δελφών και ρωτάει αν πρέπει ο γιος του να ακολουθήσει το δρόμο τον καλό, όπως και αυτός ή να τον αφήσει και να αρχίσει τις αδικίες και ότι κάνουν όσοι είναι πλούσιοι, για να γίνει και αυτός πλούσιος. Γιατί ο ίδιος, τίμιος σε όλη του τη ζωή, δεν είδε άσπρη μέρα. Δεν πρέπει να γίνει το ίδιο και με το γιο του.

Ο θεός δεν του απαντάει ούτε ναι ούτε όχι, αλλά να ακολουθήσει τον πρώτο άνθρωπο που θα βρει μπροστά του, όταν βγει από το μαντείο. Πραγματικά ο Χρεμύλος βγαίνοντας συναντά ένα γέρο τυφλό και τον ακολουθεί, με όλες τις διαμαρτυρίες του δούλου του. Ο τυφλός γέρος στην αρχή δεν μιλά, μα, στις επίμονες ερωτήσεις του Χρεμύλου, ομολογεί ότι είναι ο Πλούτος και ότι τον τύφλωσε ο Δίας, γιατί κάποτε τον φοβέρισε ότι θα πηγαίνει μόνο στους τίμιους και ηθικούς ανθρώπους. Τον ρωτάει τότε ο Χρεμύλος, αν ξανάβρισκε το φως του θα πήγαινε μόνο στους τίμιους; Ο Πλούτος λέγει ναι.

Τότε, με όλους τους φόβους του, τον καταφέρνει να τον πάρει σπίτι του για να τον φροντίσει. Στέλνει ύστερα το δούλο του και φωνάζει και τους άλλους γεωργούς για να πλουτίσουν και αυτοί. Συμφωνούν όλοι να τον πάνε στο Ασκληπιείο, αφού υποσχέθηκε να πηγαίνει μόνο στους τίμιους. Τότε έρχεται η Πενία και με διάφορα επιχειρήματα επιτίθεται κατά του Χρεμύλου που θέλει να γιάνει τον Πλούτο. Λέγει λ.χ. ότι η φτώχια αναγκάζει τους ανθρώπους να δουλεύουν και να προκόβουν και αν όλοι γίνουν πλούσιοι, τότε ποιος θα δουλεύει; Ο Χρεμύλος τη διώχνει λέγοντας της «ου γαρ πείσεις ουδ’ δ’ ην πείσης”.

Έρχεται ύστερα ο Καρίων που διηγείται πως ο Πλούτος γιατρεύτηκε, ώσπου εμφανίζεται και ο ίδιος και δηλώνει ότι ντρέπεται, γιατί ως τώρα πήγαινε στους πονηρούς και τους απατεώνες. Ένας δίκαιος κατόπιν παρουσιάζεται για να αφιερώσει στον Πλούτο το παλιό ρούχο του και τα παπούτσια του και ένας συκοφάντης που φοβερίζει ότι θα τους καταγγείλει όλους, γιατί καταλύουν τη Δημοκρατία και μια γριά που διαμαρτύρεται και αυτή ενώ την κοροϊδεύουν όλοι. Τέλος έρχεται ο Ερμής και ο ιερέας του Δία και ζητούν δουλειά. Ο Χρεμύλος δηλώνει ότι θα επαναφέρει τον Πλούτο, εκεί όπου ήταν ανέκαθεν, δηλ. στον οπισθόδομο του Παρθενώνα. Όλοι μαζί, τέλος, με δάδες αναμμένες οδηγούν τον Πλούτο στην Ακρόπολη.

Πληροφορίες βιογραφίας – έργων: enallaktikidrasi.com

 

Πηγή: iefimerida.gr