Άρθρο του Απόστολου Γούλα* στο syntaxiouhos.gr
Η άσκηση και ιδιαίτερα το τρέξιμο, προσφέρει πολλαπλά οφέλη, τόσο για την υγεία όσο και για την κοινωνία και είναι αρκετοί οι επιστήμονες που συνιστούν την ένταξή της στην καθημερινότητα όλων ανεξαρτήτως ηλικίας. Μάλιστα αρκετές επιστημονικές μελέτες έδειξαν ότι το τρέξιμο στις μεγαλύτερες ηλικίες βοηθά σημαντικά στη διατήρηση της φυσικής κατάστασης, ενισχύει την καρδιοαναπνευστική υγεία και βελτιώνει την ψυχική διάθεση. Παράλληλα, μειώνει τον κίνδυνο για παθήσεις όπως η υπέρταση, ο διαβήτης τύπου 2, κ.α.
Πέρα από τα φυσικά οφέλη, το τρέξιμο έχει και θετικές ψυχολογικές επιδράσεις. Η απελευθέρωση ενδορφινών κατά τη διάρκεια της άσκησης συμβάλλει στη μείωση του άγχους, της κατάθλιψης και της αϋπνίας, βελτιώνοντας την ποιότητα ζωής των αθλούμενων. Επίσης, το τρέξιμο μπορεί να ενισχύσει την κοινωνικοποίηση, καθώς μέσα από την αθλητική δραστηριότητα και τις συχνές προπονήσεις ή/και περπάτημα οι αθλούμενοι γνωρίζουν άλλους ανθρώπους με κοινά ενδιαφέροντα. Όσοι συμμετέχουν σε αγώνες δρόμου, εντάσσονται σε ομάδες, πραγματοποιούν εκδρομές και μέσα από τη συμμετοχή τους σε αυτούς τους αγώνες γνωρίζουν άλλα μέρη και άλλους ανθρώπους. Τα τελευταία χρόνια είναι πάρα πολλοί αυτοί που συμμετέχουν σε ανάλογες δραστηριότητες, όπως το περπάτημα ή το τρέξιμο, κυρίως σε χώρους αναψυχής εντός του αστικού ιστού, όπως τα πάρκα ή ακόμα και τα δημοτικά στάδια.
Όσον αφορά το κράτος, η προώθηση της άσκησης στον πληθυσμό, και ειδικότερα στις μεγαλύτερες ηλικίες, έχει σημαντικά οικονομικά οφέλη. Η διατήρηση μιας υγιούς και ενεργούς κοινωνίας, μειώνει τις δαπάνες για την υγειονομική περίθαλψη και τα διάφορα κοινωνικά προγράμματα. Πολλοί ακαδημαϊκοί υποστηρίζουν ότι το τρέξιμο και γενικότερα η άσκηση, θα σώσει το ασφαλιστικό σύστημα της χώρας, καθώς θεωρούν ότι άσκηση προστατεύει την υγεία των ανθρώπων με αποτέλεσμα το ασφαλιστικό σύστημα να συνεισφέρει λιγότερα γι’ αυτούς, αφού δεν είναι ευάλωτοι στις ιατρικές παθήσεις. Και συνεχίζουν υποστηρίζοντας ότι οι άνθρωποι μεγαλύτερης ηλικίας που ασκούνται παρουσιάζουν λιγότερα προβλήματα υγείας, μειώνοντας τις επισκέψεις σε νοσοκομεία και την ανάγκη για φαρμακευτική αγωγή. Επιπλέον, η βελτίωση της υγείας τους καθυστερεί την ανάγκη για μακροχρόνια φροντίδα, συμβάλλοντας στην αποσυμφόρηση των κοινωνικών υπηρεσιών και στην ενίσχυση της οικονομίας.