Η κατάθλιψη θεωρείται η πιο διαδεδομένη ψυχική πάθηση στην εποχή μας, αγγίζοντας το 6% του παγκόσμιου πληθυσμού. Εντούτοις, η ανακάλυψη της δεν είναι σύγχρονη αλλά μαρτυρίες για την ύπαρξη της καταγράφονται ήδη από την εποχή του Ιπποκράτη την οποία είχε ονομάσει ως μελαγχολία, όρος ο οποίος χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα. Αν και σχεδόν όλοι περιλαμβάνουμε την λέξη κατάθλιψη στο λεξιλόγιο μας, υπάρχει μια σύγχυση σχετικά με τη διάκριση της κατάθλιψης ως νόσου και της κατάθλιψης ως το αίσθημα της φυσιολογικής θλίψης.
Η κατάθλιψη, λοιπόν, με την κοινή έννοια του όρου αφορά στα συναισθήματα στενοχώριας και άσχημης διάθεσης που συνήθως ακολουθούν ένα δυσάρεστο γεγονός, όπως απώλεια αγαπημένου προσώπου, διαζύγιο, απώλεια εργασίας κ.α., δεν διαρκούν πολύ, συνήθως δεν επηρεάζουν τη γενική λειτουργικότητα του ατόμου και το άτομο είναι ικανό να βιώσει χαρά και να επηρεαστεί θετικά η διάθεσή του από ένα γεγονός το οποίο αξιολογείται ως ευχάριστο.
Τα δεδομένα όμως αλλάζουν στην περίπτωση που η κατάθλιψη χαρακτηρίζεται ως διαταραχή. Σε γενικές γραμμές, το πάσχον άτομο εμφανίζει καταθλιπτική διάθεση σχεδόν κάθε μέρα, η οποία σε κάποιες από τις κλινικές μορφές της κατάθλιψης είναι ιδιαίτερα έντονη τις πρωινές ώρες, παρουσιάζει έλλειψη ενδιαφέροντος για τη ζωή, μειώνεται η ενεργητικότητα του, παίρνει ή χάνει απότομα βάρος, εμφανίζει αϋπνία ή κοιμάται υπερβολικά, εμφανίζει ιδέες αναξιότητας και ενοχής, παρουσιάζει ψυχοκινητική επιβράδυνση ή ανησυχία, μειωμένη σεξουαλική διάθεση και σε βαριές περιπτώσεις αυτοκτονικές ιδέες αλλά και απόπειρες. Τα συμπτώματα αυτά θα πρέπει να εμφανίζονται τουλάχιστον για 2 εβδομάδες, να προκαλούν έντονη υποκειμενική ενόχληση και σημαντική έκπτωση σε κοινωνικό, επαγγελματικό αλλά και σε άλλους τομείς λειτουργικότητας του ατόμου για να αρχίσουμε να κάνουμε λόγο για καταθλιπτική διαταραχή.
Ένα ερώτημα που γεννάται αφορά στους παράγοντες που την προκαλούν. Πριν ωστόσο αναφερθούμε στους παράγοντες αυτούς, χρήσιμο θα ήταν να γνωρίζει κάποιος πως η κατάθλιψη μπορεί να λάβει τη μορφή ενός μοναδικού καταθλιπτικού επεισοδίου ή αν υπάρξει συνέχεια, να καταλήξει σε υποτροπιάζουσα ή χρόνια κατάθλιψη με ήπια, μέτρια ή βαριά μορφή. Επίσης, σε πολλές περιπτώσεις δεν είναι εύκολο να ξεχωρίσουμε αν η κατάθλιψη είναι η πρωτογενής πάθηση ή η δευτερογενής ως συνέπεια, για παράδειγμα, άλλων ψυχιατρικών ή σωματικών ασθενειών. Επανερχόμενοι στους παράγοντες, τα ερευνητικά δεδομένα αναφέρουν την ύπαρξη αλλά και συνύπαρξη βιολογικών, γενετικών και ψυχοκοινωνικών παραγόντων. Γι’ αυτό το λόγο η θεραπεία που προτείνεται περιλαμβάνει συνδυασμό φαρμακοθεραπείας και ψυχοθεραπείας και σε πολλές περιπτώσεις κρίνεται απαραίτητη η ψυχοκοινωνική παρέμβαση αλλά και άλλες μορφές θεραπείας όπως η ηλεκτροσπασμοθεραπεία.
Η εξέλιξη της κατάθλιψης εξαρτάται από τον τύπο της διαταραχής, τη βαρύτητα και την έγκαιρη αντιμετώπιση. Η συνδυασμένη θεραπεία συνδράμει όχι μόνο στην αντιμετώπιση των καταθλιπτικών συμπτωμάτων, αλλά και στην πρόληψη νέων καταθλιπτικών επεισοδίων. Ωστόσο, αν και είναι μία νόσος η οποία μπορεί να αντιμετωπιστεί, μόνο το 10-25% των ασθενών υποβάλλονται σε θεραπεία…